Πῖσα: Difference between revisions

From LSJ

ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)

Source
(Bailly1_4)
(32)
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />Pisa (Pise) <i>ville d’Élide</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. [[πῖσος]].
|btext=ης (ἡ) :<br />Pisa (Pise) <i>ville d’Élide</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. [[πῖσος]].
}}
{{grml
|mltxt=η / Πῑσα, -ης, και Πίση, δωρ. τ. [[Πίσα]], ΝΑ<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πόλη]] της Ηλείας, [[πρωτεύουσα]] της Πισάτιδος, όπου [[κατά]] τους μυθικούς χρόνους βασίλευε ο Οινόμαος και η οποία όφειλε το όνομά της [[είτε]] στον ήρωα Πίσο, γιο του Περιήρους και εγγονό του Αιόλου, [[είτε]] στη γειτονική της [[πηγή]] [[Πίσα]]<br /><b>2.</b> [[πόλη]] της Ετρουρίας, στη βόρεια όχθη του ποταμού Άρνου η οποία ιδρύθηκε [[είτε]] από Έλληνες Πισάτες, αποίκους από την ομώνυμης [[πόλη]] της Πελοποννήσου, [[είτε]] από Ετρούσκους, [[είτε]] από [[Λίγυρες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[πῖσος]]].
}}
}}

Revision as of 12:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πῑσα Medium diacritics: Πῖσα Low diacritics: Πίσα Capitals: ΠΙΣΑ
Transliteration A: Pîsa Transliteration B: Pisa Transliteration C: Pisa Beta Code: *pisa

English (LSJ)

or Πίση, Dor. Πίσα, ης, ἡ, a fountain at Olympia (Str.8.3.31), which gave a name to Olympia itself, Stesich.90, Pi.O.1.18, Hdt. 2.7, etc.: Adv. Πίσηθεν AP7.390 (Antip. Thess.); Πισαῖοι, οἱ,

   A the people of Pisa, D.S.15.82 : Adj. Πισαῖος, α, ον, Nic.Fr.74.5, AP6.350 (Crin.), etc.:—also Πισάτης, ου, ὁ, Pi.O.9.68 ; fem. Πισᾶτις, ιδος, ἐλαία ib.4.13 ; ἡ Πισᾶτις (sc. γῆ) Str.8.3.3 ; also ἡ Πισαία Paus.5.1.6, etc.    II Pisa in Etruria, Plb.2.16.2, etc.: elsewh. in pl. Πίσαι, αἱ, Id.2.27.1, etc. [Πῐσα in Pi., in other Poets Πῑσα.]

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
Pisa (Pise) ville d’Élide.
Étymologie: cf. πῖσος.

Greek Monolingual

η / Πῑσα, -ης, και Πίση, δωρ. τ. Πίσα, ΝΑ
αρχ.
1. πόλη της Ηλείας, πρωτεύουσα της Πισάτιδος, όπου κατά τους μυθικούς χρόνους βασίλευε ο Οινόμαος και η οποία όφειλε το όνομά της είτε στον ήρωα Πίσο, γιο του Περιήρους και εγγονό του Αιόλου, είτε στη γειτονική της πηγή Πίσα
2. πόλη της Ετρουρίας, στη βόρεια όχθη του ποταμού Άρνου η οποία ιδρύθηκε είτε από Έλληνες Πισάτες, αποίκους από την ομώνυμης πόλη της Πελοποννήσου, είτε από Ετρούσκους, είτε από Λίγυρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. πῖσος].