πραϋντικός: Difference between revisions

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
(Bailly1_4)
(34)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à adoucir, à apaiser.<br />'''Étymologie:''' [[πραΰνω]].
|btext=ή, όν :<br />propre à adoucir, à apaiser.<br />'''Étymologie:''' [[πραΰνω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πραϋντικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[πραϋντής]]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[ικανός]] να καταπραΰνει, [[κατευναστικός]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[καταπραϋντικός]], [[ανακουφιστικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πραϋντικώς</i> / <i>πραϋντικῶς</i> ΝΑ, <i>πραϋντικά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο πραϋντικό.
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πραϋντικός Medium diacritics: πραϋντικός Low diacritics: πραϋντικός Capitals: ΠΡΑΫΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: praüntikós Transliteration B: prauntikos Transliteration C: prayntikos Beta Code: prau+ntiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A fit for appeasing, Arist.Rh. 1380a31: esp. Medic., relieving, ἰσχιάδος Dsc.2.80, cf. Sor.2.38.

German (Pape)

[Seite 696] besänftigend, zum Besänftigen geschickt, Arist. rhet. 2, 3.

Greek (Liddell-Scott)

πραϋντικός: -ή, -όν, ὁ πρὸς πράϋνσιν κατάλληλος, Ἀριστ. Ρητ. 2. 3, 10.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à adoucir, à apaiser.
Étymologie: πραΰνω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πραϋντικός, -ή, -όν, ΝΑ πραϋντής
1. αυτός που είναι ικανός να καταπραΰνει, κατευναστικός
2. ιατρ. καταπραϋντικός, ανακουφιστικός.
επίρρ...
πραϋντικώς / πραϋντικῶς ΝΑ, πραϋντικά Ν
κατά τρόπο πραϋντικό.