Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σταθμητός: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
(Bailly1_4)
(38)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui peut être réglé;<br /><b>2</b> qu’on peut mesurer.<br />'''Étymologie:''' [[σταθμάω]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui peut être réglé;<br /><b>2</b> qu’on peut mesurer.<br />'''Étymologie:''' [[σταθμάω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σταθμητός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[σταθμώ]]<br />αυτός που μπορεί να σταθμηθεί, να ζυγιστεί<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός τον οποίο μπορεί να κρίνει, να μετρήσει, να υπολογίσει [[κανείς]] («σταθμητοί παράγοντες»).
}}
}}

Revision as of 12:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σταθμητός Medium diacritics: σταθμητός Low diacritics: σταθμητός Capitals: ΣΤΑΘΜΗΤΟΣ
Transliteration A: stathmētós Transliteration B: stathmētos Transliteration C: stathmitos Beta Code: staqmhto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A to be measured, ἐμοὶ οὐδὲν σ. 'I am nothing to judge by', Pl. Chrm.154b, cf. Poll.4.93; οὔτε πλῆθος οὔτε μέγεθος σ. Arr.Peripl.M. Eux.8, cf. Fr.166 J.

German (Pape)

[Seite 927] adj. verb. von σταθμάω, gemessen, wonach man sich messen darf, ἐμοὶ μὲν οὖν οὐδὲν σταθμητόν, nach mir darf man sich freilich nicht richten, Plat. Charm. 154 b.

Greek (Liddell-Scott)

σταθμητός: -ή, -όν, (σταθμάω) ὃν δύναται νὰ μετρήσῃ τις, τινι, διά τινος μέτρου, Πλάτ. Χαρμ. 154Β, πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 93· οὐ στ., ἀμέτρητος, ἀνυπολόγιστος, Νικήτ. Χρον. 81D· οὐ στ. τὸ μέγεθος Ἀρρ. παρὰ Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui peut être réglé;
2 qu’on peut mesurer.
Étymologie: σταθμάω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σταθμητός, -ή, -όν, ΝΜΑ σταθμώ
αυτός που μπορεί να σταθμηθεί, να ζυγιστεί
νεοελλ.
αυτός τον οποίο μπορεί να κρίνει, να μετρήσει, να υπολογίσει κανείς («σταθμητοί παράγοντες»).