θυμόσοφος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία → and peace on earth and good will to men, and peace on earth and good will to all

Source
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />d’une nature sage, raisonnable, intelligente ; τὸ θυμόσοφον PLUT docilité.<br />'''Étymologie:''' [[θυμός]], [[σοφός]].
|btext=ος, ον :<br />d’une nature sage, raisonnable, intelligente ; τὸ θυμόσοφον PLUT docilité.<br />'''Étymologie:''' [[θυμός]], [[σοφός]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[θυμόσοφος]], -ον)<br />αυτός που έχει έμφυτη και κατ' [[έμπνευση]] [[σοφία]], ο εκ φύσεως [[σοφός]], ο [[ευφυής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει έμφυτη την [[κλίση]] να φιλοσοφεί πρακτικά, που διατηρεί την [[ψυχραιμία]] και την ψυχική του [[ηρεμία]] και στις πιο κρίσιμες περιστάσεις, ο [[ετοιμόλογος]] και [[επιγραμματικός]], ο [[φλεγματικός]], ο [[στωικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ζώα) [[έξυπνος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ θυμόσοφον</i><br />η [[ευφυΐα]], η [[ευμάθεια]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θυμοσόφως</i> (Μ)<br />με θυμοσοφικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θυμο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σοφός]]. Η αρχική [[σημασία]] «ο διαθέτων έμφυτη [[σοφία]]» εξελίχθηκε σε «ο διαθέτων [[ετοιμότητα]] και επιγραμματικότητα στις ρήσεις του»].
}}
}}

Revision as of 06:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡμόσοφος Medium diacritics: θυμόσοφος Low diacritics: θυμόσοφος Capitals: ΘΥΜΟΣΟΦΟΣ
Transliteration A: thymósophos Transliteration B: thymosophos Transliteration C: thymosofos Beta Code: qumo/sofos

English (LSJ)

ον,

   A wise from one's own soul, i.e. naturally clever, Id.Nu.877, Plu.Art.17; of animals, Arr.Ind.14.4, Ael.NA16.15; ὄρνεον -ώτερον ib.3; τὸ θ. Plu. 2.970e.

German (Pape)

[Seite 1225] von Natur, durch sich selbst weise, von Natur geschickt; Ar. Nubb. 867, nach Schol. ἐκ τοῦ ἰδίου θυμοῦ σοφὸς καὶ οὐκ ἐκ μαθήσεως, sonst auch αὐτομαθής erkl. Auch Sp., wie Plut., z. B. Artax. 17; selbst von Thieren, Ael. N. A. 16, 15, wie τὸ θυμόσοφον, d. i. Gelehrigkeit des Thieres, Plut. Sol. an. 15.

Greek (Liddell-Scott)

θῡμόσοφος: -ον, ὁ φύσει σοφὸς τὴν ψυχήν, ευφυής, ἔξυπνος, Ἀριστοφ. Νεφ. 877, Πλούτ. Ἀρτοξ. 17· ἐπὶ ζῴων, Αἰλ. π. Ζ. 16. 3 καὶ 15· τὸ θ., εὐμάθεια, Πλούτ. 2. 970Ε. - Ἐπίρρ. -φως, Τζέτζ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’une nature sage, raisonnable, intelligente ; τὸ θυμόσοφον PLUT docilité.
Étymologie: θυμός, σοφός.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α θυμόσοφος, -ον)
αυτός που έχει έμφυτη και κατ' έμπνευση σοφία, ο εκ φύσεως σοφός, ο ευφυής
νεοελλ.
αυτός που έχει έμφυτη την κλίση να φιλοσοφεί πρακτικά, που διατηρεί την ψυχραιμία και την ψυχική του ηρεμία και στις πιο κρίσιμες περιστάσεις, ο ετοιμόλογος και επιγραμματικός, ο φλεγματικός, ο στωικός
αρχ.
1. (για ζώα) έξυπνος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θυμόσοφον
η ευφυΐα, η ευμάθεια.
επίρρ...
θυμοσόφως (Μ)
με θυμοσοφικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + σοφός. Η αρχική σημασία «ο διαθέτων έμφυτη σοφία» εξελίχθηκε σε «ο διαθέτων ετοιμότητα και επιγραμματικότητα στις ρήσεις του»].