ὑπεκλύω: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
(Bailly1_5)
(43)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=relâcher <i>ou</i> affaiblir peu à peu ; <i>Pass.</i> se relâcher <i>ou</i> s’affaiblir peu à peu.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἐκλύω]].
|btext=relâcher <i>ou</i> affaiblir peu à peu ; <i>Pass.</i> se relâcher <i>ou</i> s’affaiblir peu à peu.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἐκλύω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[χαλαρώνω]] ή [[εξασθενίζω]] [[κάπως]] («τὴν [[σφοδρότητα]] τῆς ἐμβολῆς ὑπεκλύειν», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὑπεκλύομαι</i><br />[[γίνομαι]] όλο και πιο [[ασθενής]], [[εξασθενίζω]] βαθμιαία («παλμοὶ ὑπεκλυόμενοι», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκλύω]] «[[λύνω]], [[απαλλάσσω]], [[χαλαρώνω]], [[εξασθενίζω]]»].
}}
}}

Revision as of 12:54, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεκλύω Medium diacritics: ὑπεκλύω Low diacritics: υπεκλύω Capitals: ΥΠΕΚΛΥΩ
Transliteration A: hypeklýō Transliteration B: hypeklyō Transliteration C: ypeklyo Beta Code: u(peklu/w

English (LSJ)

   A loosen or weaken a little, τὴν γνώμην Plu.Nic.14; τὴν σφοδρότητα τῆς ἐμβολῆς J.BJ7.8.5; τὸν τῆς ὁλκῆς τόνον Sor.2.61 (prob.); ἐπὶ συνουσίαν ὁρμάς Ps.-Dsc.1.103; [ὁ οἶνος] στρατηγοὺς τῆς φρονήσεως ὑπεκλύει Sch.Il.6.260; weaken the force of, τὸν λόγον A.D.Synt.224.4:—Pass., cease, become weaker and weaker, παλμοὶ ὑπεκλυόμενοι Hp.Mul.1.25; οἶνος Sch.Ar.V.151; ὑπεκλυομένην ἴσχει τὴν ταραχήν S.E.M.11.214, cf. Sor.2.11: c. gen., to be freed from, τινος A.D.Synt.41.11.

German (Pape)

[Seite 1186] (s. λύω), von unten od. heimlich loslassen; ein wenig entkräften, Hippocr. im pass.; ὑπεκλυομένη ταραχή S. Emp. adv. eth. 214.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεκλύω: ἐκλύω, χαλαρώνω ἢ ἐξασθενῶ κατὰ μικρόν, τὴν ῥώμην Πλουτ. Νικ. 14· τὴν σφοδρότητα τῆς ἐμβολῆς Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 7. 8, 5· ὑπ. τινὰ τῆς φρονήσεως Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ζ. 260. ― Παθ., κατὰ μικρὸν παύομαι, λήγω, γίνομαι συνεχῶς ἀσθενέστερος, παλμοὶ ὑπεκλυόμενοι Ἱππ. 600. 26· οἶνος Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 151· ἡ ταραχὴ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 214.

French (Bailly abrégé)

relâcher ou affaiblir peu à peu ; Pass. se relâcher ou s’affaiblir peu à peu.
Étymologie: ὑπό, ἐκλύω.

Greek Monolingual

Α
1. χαλαρώνω ή εξασθενίζω κάπως («τὴν σφοδρότητα τῆς ἐμβολῆς ὑπεκλύειν», Ιώσ.)
2. μέσ. ὑπεκλύομαι
γίνομαι όλο και πιο ασθενής, εξασθενίζω βαθμιαία («παλμοὶ ὑπεκλυόμενοι», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκλύω «λύνω, απαλλάσσω, χαλαρώνω, εξασθενίζω»].