κλίτος: Difference between revisions
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
(Bailly1_3) |
(20) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ους (τό) :<br /><b>1</b> climat, région;<br /><b>2</b> pente, penchant.<br />'''Étymologie:''' [[κλίνω]]. | |btext=ους (τό) :<br /><b>1</b> climat, région;<br /><b>2</b> pente, penchant.<br />'''Étymologie:''' [[κλίνω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />το (AM [[κλίτος]], -ους) [[κλίνω]]<br />[[κατηφοριά]], [[πλαγιά]], κλ(ε)ιτύς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(τοπογρ.)</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] της κλίσης, ιδιαίτερα όταν αυτή εκφράζεται με [[κλάσμα]] ή [[ποσοστό]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />ένα από τα [[τρία]] ή [[πέντε]] τμήματα του παλαιοχριστιανικού ναού και [[ιδίως]] της βασιλικής, τα οποία χωρίζονται με κιονοστοιχίες, αλλ. [[δρόμος]] («τὸ μὲν δεξιὸν [[κλίτος]] ναὸν τῆς ἁγίας μεγαλομάρτυρος Εὐφημίας καινοτομήσας», Σάθ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[τμήμα]] ή [[κέρας]] στρατεύματος («εὐωνύμου κλίτους ἡγήσασθαι», Θεοφύλ. Σ.)<br /><b>2.</b> η μία από τις δύο πλευρές του ανθρώπινου σώματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το κατώτερο [[μέρος]] κάποιου τόπου («εἴκοσιν στύλους ἐκ τοῦ κλίτους τοῦ πρὸς βορρᾶν», ΠΔ)<br /><b>2.</b> η γεωγραφική [[θέση]] ενός τόπου σε [[σχέση]] με τους πόλους, [[κλίμα]].———————— <b>(II)</b><br />κλῑτος, τὸ (Α) [[κλίνω]]<br />κλ(ε)ιτύς. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῐ], εος, τό,
A = κλειτύς, Lyc.600; cliff, Id.737 (pl.). 2 = κλίμα 11, clime, κ. βόρειον AP7.699. 3 side, LXX Ex.26.18, al.; τὸ κ. τὸ δεξιόν ib.Ez.47.1; τὸ κ. τοῦ νότου ib.3 Ki.7.39.
German (Pape)
[Seite 1455] τό, die Abschüssigkeit, Lycophr. 600; übh. = κλίμα, βόρειον ἐς κλίτος Ep. ad. 396 (VII, 699); LXX. Bei Ap. Rh. 1, 599 auch κλίτεα, Hügel.
Greek (Liddell-Scott)
κλίτος: ῐ, τό, = κλιτύς, Λυκόφρ. 600. 2) = κλῖμα ΙΙ, Ἀνθ. Π. 7. 699. 3) τὸ κατώτερον μέρος ἢ ἄκρον τόπου τινός, Ἑβδ. (Β΄ Βασικ. ΙΙΙ΄, 4). 4) τὸ κέρας στρατεύματος, εὐωνύμου κλίτους ἡγήσασθαι Θεοφύλ. Σιμ. Ἱστ. σ. 102Β.
French (Bailly abrégé)
ους (τό) :
1 climat, région;
2 pente, penchant.
Étymologie: κλίνω.
Greek Monolingual
(I)
το (AM κλίτος, -ους) κλίνω
κατηφοριά, πλαγιά, κλ(ε)ιτύς
νεοελλ.
(τοπογρ.) άλλη ονομασία της κλίσης, ιδιαίτερα όταν αυτή εκφράζεται με κλάσμα ή ποσοστό
νεοελλ.-μσν.
ένα από τα τρία ή πέντε τμήματα του παλαιοχριστιανικού ναού και ιδίως της βασιλικής, τα οποία χωρίζονται με κιονοστοιχίες, αλλ. δρόμος («τὸ μὲν δεξιὸν κλίτος ναὸν τῆς ἁγίας μεγαλομάρτυρος Εὐφημίας καινοτομήσας», Σάθ.)
μσν.
1. τμήμα ή κέρας στρατεύματος («εὐωνύμου κλίτους ἡγήσασθαι», Θεοφύλ. Σ.)
2. η μία από τις δύο πλευρές του ανθρώπινου σώματος
αρχ.
1. το κατώτερο μέρος κάποιου τόπου («εἴκοσιν στύλους ἐκ τοῦ κλίτους τοῦ πρὸς βορρᾶν», ΠΔ)
2. η γεωγραφική θέση ενός τόπου σε σχέση με τους πόλους, κλίμα.———————— (II)
κλῑτος, τὸ (Α) κλίνω
κλ(ε)ιτύς.