ὁπλιτικός: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
(Bailly1_4)
(29)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne les hoplites ; τὸ ὁπλιτικόν, corps des hoplites, grosse infanterie.<br />'''Étymologie:''' [[ὁπλίτης]].
|btext=ή, όν :<br />qui concerne les hoplites ; τὸ ὁπλιτικόν, corps des hoplites, grosse infanterie.<br />'''Étymologie:''' [[ὁπλίτης]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ὁπλιτικός]], -ή, -όν) [[οπλίτης]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον οπλίτη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που [[είναι]] [[κατάλληλος]] για [[υπηρεσία]] στον στρατό<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ὁπλιτική</i><br />η [[τέχνη]] του να [[είναι]] [[κανείς]] [[οπλίτης]], δηλ. να χειρίζεται [[βαριά]] όπλα<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὁπλιτικόν</i><br />α) η οπλιτική [[τέχνη]]<br />β) οι [[βαριά]] οπλισμένοι στρατιώτες, οι οπλίτες<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «τὰ ὁπλιτικὰ ἐπιτηδεύειν» — το να εκτελεί [[κανείς]] την [[υπηρεσία]] τών οπλιτών<br />β) «ἡ ὁπλιτική [[δύναμις]]» — οι οπλίτες.
}}
}}

Revision as of 12:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁπλῑτικός Medium diacritics: ὁπλιτικός Low diacritics: οπλιτικός Capitals: ΟΠΛΙΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hoplitikós Transliteration B: hoplitikos Transliteration C: oplitikos Beta Code: o(plitiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for a man-at-arms, μάχη Pl.R.374d ; αἱ ὁ. τάξεις X.HG3.4.16 ; ὅπλα ib.4.2.7.    2 ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of using heavy arms, the soldier' s art, Pl.R.333d ; so τὸ -κόν Id.La.182d ; also τὰ -κὰ ἐπιτηδεύειν profess the art of arms, ib.183c.    II of persons, heavy-armed, τὸ -κόν the soldiery, = οἱ ὁπλῖται, opp. τὸ ἄνοπλον, Arist.Pol.1289b32, cf. Th.5.6, X.An.7.6.26 ; ἡ ὁ. δύναμις Arist.Pol.1321a18.

German (Pape)

[Seite 359] den Schwerbewaffneten betreffend; μάχη, Plat. Rep. II, 374 d; θώραξ, Ep. XIII, 363 a; τὸ ὁπλιτικόν, die schwerbewaffneten Truppen, Thuc. 5, 6; Xen. An. 7, 6, 26; Plat. u. A.; τὰ ὁπλιτικὰ ἐπιτηδεύειν, den Dienst eines Schwerbewaffneten thun, Plat. Lach. 183 c.

Greek (Liddell-Scott)

ὁπλῑτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὁπλίτην, μάχη Πλάτ. Πολ. 374D· αἱ ὁπλ. τάξεις Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 16· ὅπλα αὐτόθι 4. 2. 7. 2) ἡ ὁπλιτικὴ (ἐξυπ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ χειρίζεσθαι βαρέα ὅπλα, ἡ τέχνη τοῦ ὁπλίτου, Πλάτ. Πολ. 333D· οὕτω, τὸ ὁπλιτικόν, ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 182D· ὡσαύτως, τὰ ὁπλιτικὰ ἐπιτηδεύειν, ὑπηρετῶ ὡς ὁπλίτης, αὐτόθι 183C· ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, κατάλληλος πρὸς τὴν ἐν τῷ στρατῷ ὑπηρεσίαν ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἄνοπλος, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 3, 1· ― τὸ ὁπλιτικὸν = οἱ ὁπλῖται, Θουκ. 5. 6, Ξεν. Ἀνέβ. 7. 6, 26· ἡ ὁπλ. δύναμις Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 7, 2.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne les hoplites ; τὸ ὁπλιτικόν, corps des hoplites, grosse infanterie.
Étymologie: ὁπλίτης.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ὁπλιτικός, -ή, -όν) οπλίτης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον οπλίτη
αρχ.
1. (για πρόσ.) αυτός που είναι κατάλληλος για υπηρεσία στον στρατό
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὁπλιτική
η τέχνη του να είναι κανείς οπλίτης, δηλ. να χειρίζεται βαριά όπλα
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁπλιτικόν
α) η οπλιτική τέχνη
β) οι βαριά οπλισμένοι στρατιώτες, οι οπλίτες
4. φρ. α) «τὰ ὁπλιτικὰ ἐπιτηδεύειν» — το να εκτελεί κανείς την υπηρεσία τών οπλιτών
β) «ἡ ὁπλιτική δύναμις» — οι οπλίτες.