πομπικός: Difference between revisions
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
(Bailly1_4) |
(33) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne les processions, pompes <i>ou</i> cérémonies publiques;<br /><b>2</b> pompeux, de montre, d’apparat.<br />'''Étymologie:''' [[πομπή]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne les processions, pompes <i>ou</i> cérémonies publiques;<br /><b>2</b> pompeux, de montre, d’apparat.<br />'''Étymologie:''' [[πομπή]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[πομπικός]], -όν, ΝΜΑ [[πομπή]]<br />αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή χρησιμεύει σε [[πομπή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ύφος λόγου) [[εντυπωσιακός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πομπώδης]], [[πολυτελής]], [[επιδεικτικός]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ πομπικά</i><br />[[είδος]] ρητορικού λόγου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πομπικώς</i>/ <i>πομπικῶς</i> ΝΑ και <i>πομπικά</i> Ν<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />[[κατά]] τρόπο πομπικό<br /><b>μσν.</b><br />για [[δημιουργία]] εντυπώσεων. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for a solemn procession, π. ἵππος a horse of state, X.Eq.11.1, cf. Poll.1.211; ἀσπίδια, ζεῦγος, IG22.1424a.395,2311.65; στέμμα D.S.18.26; ἅρμα D.C.56.34; μέλος Plu.Aem.33, etc. 2 metaph., stately, magnificent, ὄψις Id.Mar.22; of literary style, impressive, Phld.Rh.2.96S., D.H.Is.19, Longin.8.3. Adv. -κῶς Id.32.5, etc.
German (Pape)
[Seite 679] zum Geleit, zum Begleiten, zum feierlichen Aufzuge gehörig, geeignet; ἵππος Xen. ars equit. 11, 1; Poll. 1, 211; daher prächtig, prunkvoll, Plut. Mar. 22; πομπικῶς, Ael. H. A. 12, 33, Longin.
Greek (Liddell-Scott)
πομπικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς δημοτελῆ πομπήν, π. ἵππος, ἵππος τῆς πόλεως εἰς πομπὰς χρήσιμος, Ξεν. Ἱππ. 11, 1, πρβλ. Πολυδ. Α΄, 211· στέμμα Διόδ. 18. 26· ἅρμα Δίων Κ. 50. 34· μέλος Πλουτ. Αἰμίλ. 33, κτλ.· ― μεταφορ., πομπώδης, ἐπιδεικτικός, ὄψις Πλουτ. Μάρ. 22· ἐπὶ τοῦ ὕφους τοῦ Ἰσοκράτους, Διον. Ἁλ. π. Ἰσαί. 19, πρβλ. Λογγῖν. 8. Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. 32, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne les processions, pompes ou cérémonies publiques;
2 pompeux, de montre, d’apparat.
Étymologie: πομπή.
Greek Monolingual
-ή, -ό / πομπικός, -όν, ΝΜΑ πομπή
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή χρησιμεύει σε πομπή
αρχ.
1. (για ύφος λόγου) εντυπωσιακός
2. μτφ. πομπώδης, πολυτελής, επιδεικτικός
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πομπικά
είδος ρητορικού λόγου.
επίρρ...
πομπικώς/ πομπικῶς ΝΑ και πομπικά Ν
νεοελλ.-αρχ.
κατά τρόπο πομπικό
μσν.
για δημιουργία εντυπώσεων.