θηλυπρεπής: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui a un air de femme;<br /><b>2</b> qui convient à une femme.<br />'''Étymologie:''' [[θῆλυς]], [[πρέπω]].
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui a un air de femme;<br /><b>2</b> qui convient à une femme.<br />'''Étymologie:''' [[θῆλυς]], [[πρέπω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[θηλυπρεπής]], -ές)<br />αυτός που αρμόζει στις γυναίκες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) αυτός που συμπεριφέρεται σαν [[γυναίκα]]<br /><b>2.</b> [[μαλθακός]], [[τρυφηλός]]<br /><b>3.</b> [[άτολμος]], [[δειλός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γυναικείος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[θηλυπρεπής]] [[θεότης]]» — η [[διχόνοια]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θηλυπρεπώς</i><br />με τρόπο θηλυπρεπή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηλυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]] «εμφανίζομαι [[καθαρά]], [[ομοιάζω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αξιο</i>-<i>πρεπής</i>, <i>ευ</i>-<i>πρεπής</i>].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηλυπρεπής Medium diacritics: θηλυπρεπής Low diacritics: θηλυπρεπής Capitals: ΘΗΛΥΠΡΕΠΗΣ
Transliteration A: thēlyprepḗs Transliteration B: thēlyprepēs Transliteration C: thilyprepis Beta Code: qhlupreph/s

English (LSJ)

ές,

   A befitting a woman, ποικίλματα Agath.3.28; womanish, οἰνοχόοι AP 12.175 (Strat.), cf. Chor.Lyd.7: metaph., θεότης θ., of Difference, Dam.Pr.192.

German (Pape)

[Seite 1207] ές, für Weiber passend, oder weibisch aussehend, οἰνοχόος Strat. 17 (XII, 175), a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θηλυπρεπής: -ές, ἁρμόζων εἰς γυναῖκα, γυναικώδης, Ἀνθ. Π. 12. 175.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui a un air de femme;
2 qui convient à une femme.
Étymologie: θῆλυς, πρέπω.

Greek Monolingual

-ές (Α θηλυπρεπής, -ές)
αυτός που αρμόζει στις γυναίκες
νεοελλ.
1. (για πρόσωπα) αυτός που συμπεριφέρεται σαν γυναίκα
2. μαλθακός, τρυφηλός
3. άτολμος, δειλός
αρχ.
1. γυναικείος
2. φρ. «θηλυπρεπής θεότης» — η διχόνοια.
επίρρ...
θηλυπρεπώς
με τρόπο θηλυπρεπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -πρεπής (< πρέπω «εμφανίζομαι καθαρά, ομοιάζω»), πρβλ. αξιο-πρεπής, ευ-πρεπής].