σχολαστής: Difference between revisions
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
(Bailly1_5) |
(40) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />oisif, désœuvré ; <i>adj.</i> σχολαστὴς [[βίος]] PLUT vie oisive.<br />'''Étymologie:''' [[σχολάζω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />oisif, désœuvré ; <i>adj.</i> σχολαστὴς [[βίος]] PLUT vie oisive.<br />'''Étymologie:''' [[σχολάζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-οῡ, ὁ, Α [[σχολάζω]]<br /><b>1.</b> [[τεμπέλης]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[τεμπέλικος]] («σχολαστὴς [[βίος]]», <b>Πλούτ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:56, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who lives at ease, man of leisure, Com.Adesp.119, LXXEx.5.17, Plu.Brut.3. II as Adj., leisurely, idle, βίος Id.Cic.3,2.135b; ἀργὸς καὶ σ. ὄχλος Id.Sol.22.
German (Pape)
[Seite 1058] ὁ, müßig, unthätig, βίος, Plut., ὄχλος Sol. 22.
Greek (Liddell-Scott)
σχολαστής: -οῦ, ὁ, ὁ σχολάζων, ὁ σχολὴν ἄγων, ὁ ζῶν ἐν σχολῇ, Λατ. homo otiosus, Κωμικ. Ἀντώνυμ. 8, Πλουτ. Βροῦτ. 3, κλπ. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., ὡς τὸ σχολαστικός; , ὁ ἄνευ ἀσχολίας, ὁ ἀπρακτῶν, βίος ὁ αὐτ. ἐν Κικ. 3, 2. 135Β· ἀργὸς καὶ σχολ. ὄχλος ὁ αὐτ. ἐν Σόλ. 22.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
oisif, désœuvré ; adj. σχολαστὴς βίος PLUT vie oisive.
Étymologie: σχολάζω.
Greek Monolingual
-οῡ, ὁ, Α σχολάζω
1. τεμπέλης
2. ως επίθ. τεμπέλικος («σχολαστὴς βίος», Πλούτ.).