πάνδεινος: Difference between revisions
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
(Bailly1_4) |
(30) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />tout à fait redoutable, terrible.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[δεινός]]. | |btext=ος, ον :<br />tout à fait redoutable, terrible.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[δεινός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] αραχνιδίων της τάξης τών [[σκορπιών]] που ζουν στην [[τροπική]] Αφρική και τών οποίων το κέντρισμα [[είναι]] ανώδυνο, [[αλλά]] δηλητηριώδες και [[κάποτε]] θανατηφόρο.———————— <b>(II)</b><br />-η, -ο / [[πάνδεινος]], -ον, ΝΑ<br />[[δεινός]] από [[κάθε]] [[άποψη]], [[πάρα]] πολύ [[δεινός]], πολύ [[φοβερός]], [[τρομερός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα πάνδεινα</i><br />μεγάλα [[δεινά]], μεγάλες συμφορές, μεγάλες ταλαιπωρίες, [[πολλά]] βάσανα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> πολύ [[ικανός]], [[ευφυής]]<br /><b>2.</b> (και ειρων.) [[επιδέξιος]], [[καπάτσος]]<br /><b>3.</b> (ρηματ. φρ.) «πάνδεινόν (ἐστι)» — [[είναι]] πολύ προσβλητικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δεινός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A all-dreadful, terrible, πάνδεινον ἡ ἀδικία Pl.R.610d, cf. 605c; πρᾶγμα D.54.33, cf. Men. Sam.212, Ruf.Fr.69; πάνδεινα πεπονθέναι Luc.Prom.8; πάνδεινόν [ἐστι] it is outrageous, D.23.79, cf. PTeb.27.34 (ii B. C.), Phld.Ir.p.86 W. II very able, c. inf., Pl. Plt.290b; ironically, D.19.120.
German (Pape)
[Seite 457] ganz furchtbar, gewaltig; πάνδεινον φανεῖται ἡ ἀδικία, Plat. Rep. X, 610 d; πάνδεινα πεπονθέναι, Luc. Prom. 8; – ganz geschickt, tüchtig, c. inf., Plat. Polit. 290 b; Dem. 26, 23; Sp., πάνδεινος ἐν τοῖς λόγοις ἀγωνιστής, Luc. rhet. praec. 20.
Greek (Liddell-Scott)
πάνδεινος: -ον, ὁ κατὰ πάντα δεινός, πολὺ φοβερός, ἡ ἀδικία Πλάτ. Πολ. 610D, πρβλ. 605C πρᾶγμα Δημ. 1267˙ 17˙ πάνδεινα πεπονθέναι Λουκ. Προμ. 8˙ - πάνδεινόν ἐστι, εἶναι πρᾶγμα φοβερώτατον, Δημ. 646. 23. ΙΙ. εὐφυὴς εἰς πάντα, ἱκανώτατος, δεξιώτατος, Πλάτ. Πολιτ. 290Β˙ εἰρωνικῶς, Δημ. 378. 8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait redoutable, terrible.
Étymologie: πᾶν, δεινός.
Greek Monolingual
(I)
ο
ζωολ. γένος αραχνιδίων της τάξης τών σκορπιών που ζουν στην τροπική Αφρική και τών οποίων το κέντρισμα είναι ανώδυνο, αλλά δηλητηριώδες και κάποτε θανατηφόρο.———————— (II)
-η, -ο / πάνδεινος, -ον, ΝΑ
δεινός από κάθε άποψη, πάρα πολύ δεινός, πολύ φοβερός, τρομερός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πάνδεινα
μεγάλα δεινά, μεγάλες συμφορές, μεγάλες ταλαιπωρίες, πολλά βάσανα
αρχ.
1. πολύ ικανός, ευφυής
2. (και ειρων.) επιδέξιος, καπάτσος
3. (ρηματ. φρ.) «πάνδεινόν (ἐστι)» — είναι πολύ προσβλητικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + δεινός.