καρβάν: Difference between revisions
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
(Bailly1_3) |
(19) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ᾶνος (ὁ, ἡ)<br /><i>c.</i> [[κάρβανος]]. | |btext=ᾶνος (ὁ, ἡ)<br /><i>c.</i> [[κάρβανος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καρβάν]], -ᾱνος, ὁ, ἡ (Α)<br />[[κάρβανος]], [[βαρβαρικός]], [[ξενικός]] («καρβᾱνα δ' αὐδὰν εὖ, γᾱ, κοννεῑς;» — τη βάρβαρη [[φωνή]] μου, γη, τήν καταλαβαίνεις καλά; <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. αβέβαιης προελεύσεως. Πιθ. <span style="color: red;"><</span> αιγυπτ. [[τοπωνύμιο]] <i>Qarvana</i>. Κατ' άλλους, πρόκειται για εβρ. λ. (σημ. «[[προσφορά]]»), που οι Φοίνικες έμποροι χρησιμοποίησαν ως σκωπτικό [[παρατσούκλι]] και από τους οποίους οι Έλληνες τήν πήραν με [[σημασία]] «[[βαρβαρικός]]». Αν η [[άποψη]] αυτή ευσταθεί, [[τότε]] η Ελληνική δανείστηκε την [[ίδια]] εβρ. λ. και για δεύτερη [[φορά]], στην ΚΔ, με την πραγματική της σημ. «[[προσφορά]]» και τη [[μορφή]] [[κορβάν]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:21, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1325] ᾶνος, ὁ, Arcad. p. 8, 10, = κάρβανος; nach den Alten von Κάρ, οἱ ἔχοντες Καρὸς βοήν, = βάρβαρος, ausländisch; Aesch. αὐδά, Suppl. 122, χείρ, Ag. 1031; κάρβανος ὢν δ' Ἕλλησιν ἐγχλίεις ἄγαν Suppl. 914; Lycophr. 605. 1387.
French (Bailly abrégé)
ᾶνος (ὁ, ἡ)
c. κάρβανος.
Greek Monolingual
καρβάν, -ᾱνος, ὁ, ἡ (Α)
κάρβανος, βαρβαρικός, ξενικός («καρβᾱνα δ' αὐδὰν εὖ, γᾱ, κοννεῑς;» — τη βάρβαρη φωνή μου, γη, τήν καταλαβαίνεις καλά; Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. αβέβαιης προελεύσεως. Πιθ. < αιγυπτ. τοπωνύμιο Qarvana. Κατ' άλλους, πρόκειται για εβρ. λ. (σημ. «προσφορά»), που οι Φοίνικες έμποροι χρησιμοποίησαν ως σκωπτικό παρατσούκλι και από τους οποίους οι Έλληνες τήν πήραν με σημασία «βαρβαρικός». Αν η άποψη αυτή ευσταθεί, τότε η Ελληνική δανείστηκε την ίδια εβρ. λ. και για δεύτερη φορά, στην ΚΔ, με την πραγματική της σημ. «προσφορά» και τη μορφή κορβάν].