Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κραντήρ: Difference between revisions

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(Bailly1_3)
(21)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br /><b>I.</b> qui achève, qui accomplit ; chef ORPH;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i> <b>1</b> [[οἱ]] κραντῆρες dents machelières, dents de sagesse ; dents <i>en gén.</i><br /><b>2</b> défense de sanglier.<br />'''Étymologie:''' [[κραίνω]].<br /><i><b>Syn.</b></i> 2) [[στόρθυγξ]], [[χαυλιόδων]].
|btext=ῆρος (ὁ) :<br /><b>I.</b> qui achève, qui accomplit ; chef ORPH;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i> <b>1</b> [[οἱ]] κραντῆρες dents machelières, dents de sagesse ; dents <i>en gén.</i><br /><b>2</b> défense de sanglier.<br />'''Étymologie:''' [[κραίνω]].<br /><i><b>Syn.</b></i> 2) [[στόρθυγξ]], [[χαυλιόδων]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κραντήρ]], -ῆρος, ὁ (Α) [[κραίνω]] (Ι)]<br /><b>1.</b> αυτός που τελειώνει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[άρχοντας]], [[ηγεμόνας]]<br /><b>3.</b> [[δόντι]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ κραντήρες</i><br />τα τελευταία δόντια που βγάζει ο [[άνθρωπος]], οι φρονιμήτες, οι σωφρονιστήρες («φαίνονται δὲ οἱ τελευταῑοι τοῑς ἀνθρώποις γομφίοι, οὓς καλοῡσι κραντῆρας, περὶ τὰ εἴκοσιν ἔτη καὶ ἀνδράσι καὶ γυναιξίν», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κραντήρ Medium diacritics: κραντήρ Low diacritics: κραντήρ Capitals: ΚΡΑΝΤΗΡ
Transliteration A: krantḗr Transliteration B: krantēr Transliteration C: krantir Beta Code: kranth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, (κραίνω)

   A one that accomplishes: κραντῆρες, οἱ, wisdom-teeth, which come last and complete the set, Arist. HA501b25 (κριτῆρες cited by EM742.37), Poll.2.93: generally, teeth, Nic.Th. 447 (sg.), Ruf.Onom.51: in sg., a boar's tusk, Lyc.833.    II ruler, κραντῆρα βοῶν ταῦρον Orph.A.313.

Greek (Liddell-Scott)

κραντήρ: ῆρος, ὁ, (κραίνω), ὁ ἐπιτελῶν ἢ ἐκτελῶν· ― κραντῆρες, οἱ, Λατ. genuini, οἱ σωφρονιστῆρες ὀδόντες οἱ τελευταῖοι φυόμενοι καὶ συμπληροῦντες τὸν ἀριθμὸν αὐτῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 2. 4, Πολυδ. Β΄, 93. καλούμενοι καὶ κριτῆρες, κριταί, Ἐτυμ. Μέγ. 742. 37, Ἡσύχ.· καθόλου, ὀδόντες, Νικ. Θ. 447· ἐν τῷ ἑνικ. ὀδοὺς κάπρου, Λυκόφρ. 833. ΙΙ. ὁ κυβερνῶν, κυβερνήτης, μόνον ἐν τῷ θηλ. τύπῳ κράντειρα, Ἀνθ. Πλαν. 220.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
I. qui achève, qui accomplit ; chef ORPH;
II. subst. 1 οἱ κραντῆρες dents machelières, dents de sagesse ; dents en gén.
2 défense de sanglier.
Étymologie: κραίνω.
Syn. 2) στόρθυγξ, χαυλιόδων.

Greek Monolingual

κραντήρ, -ῆρος, ὁ (Α) κραίνω (Ι)]
1. αυτός που τελειώνει κάτι
2. άρχοντας, ηγεμόνας
3. δόντι
4. στον πληθ. οἱ κραντήρες
τα τελευταία δόντια που βγάζει ο άνθρωπος, οι φρονιμήτες, οι σωφρονιστήρες («φαίνονται δὲ οἱ τελευταῑοι τοῑς ἀνθρώποις γομφίοι, οὓς καλοῡσι κραντῆρας, περὶ τὰ εἴκοσιν ἔτη καὶ ἀνδράσι καὶ γυναιξίν», Αριστοτ.).