παραμπέχω: Difference between revisions
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
(Bailly1_4) |
(31) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=alléguer, donner en prétexte, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἀμπέχω]]. | |btext=alléguer, donner en prétexte, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἀμπέχω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και παραμπίσχω Α<br /><b>1.</b> [[καλύπτω]] με [[μανδύα]] ή [[ένδυμα]], [[σκεπάζω]]<br /><b>2.</b> [[μεταμορφώνω]], [[μεταμφιέζω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>παραμπέχομαι</i><br />[[προβάλλω]] ως [[πρόσχημα]], [[προφασίζομαι]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[αποκρύπτω]] τις σκέψεις μου με [[λόγια]] («οὐδὲν δεῑ παραμπέχειν λόγους», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἄμπέχω</i> / [[ἀμπίσχω]] «[[περιβάλλω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 29 September 2017
English (LSJ)
or παραμπ-ίσχω,
A cover with a cloak or robe, τὴν τοῦ σώματος αἰσχύνην Alcid. ap. Arist.Rh.1406a29. 2 wrap a thing round as a cloak or disguise : metaph., παραμπίσχειν (v.l. -έχειν) λόγους use a cloak of words, E.Med.282 :—Med., allege as a pretext, c. acc., Hp. Morb.Sacr.1.
German (Pape)
[Seite 490] u. παραμπίσχω (s. ἀμπέχω), umhüllen, bedecken; Eur. Med. 285 οὐδὲν δεῖ παραμπέχειν λόγους, Schol. κρύπτειν; – οὐ τὸ σῶμα παρήμπισχεν, Arist. rhet. 3, 3. – Im med. gew. übtr. als Deckmantel, Vorwand brauchen, vorschützen, Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παραμπέχω: ἢ -ίσχω, μέλλ. -αμφέξω: ἀόριστ. -ήμπισχον. Παρακαλύπτω, οὐ τὸ σῶμα παρήμπισχεν, ἀλλὰ τὴν τοῦ σώματος αἰσχύνην Ἀλκιδάμ. ἐν Ἀριστ. Ρητορ. 3. 3, 3. 2) κρύπτω, οὐδὲν δεῖ παραμπίσχειν λόγους Εὐρ. Μήδ. 282 (ἔνθα ὁ Ἕρμανν. οὐ γὰρ ἀμπέχειν)· ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, παρακαλύπτομαι, προφασίζομαι, μετ’ αἰτ. Ἱππ. 301. 40.
French (Bailly abrégé)
alléguer, donner en prétexte, acc..
Étymologie: παρά, ἀμπέχω.
Greek Monolingual
και παραμπίσχω Α
1. καλύπτω με μανδύα ή ένδυμα, σκεπάζω
2. μεταμορφώνω, μεταμφιέζω
3. μέσ. παραμπέχομαι
προβάλλω ως πρόσχημα, προφασίζομαι
4. μτφ. αποκρύπτω τις σκέψεις μου με λόγια («οὐδὲν δεῑ παραμπέχειν λόγους», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἄμπέχω / ἀμπίσχω «περιβάλλω»].