καταστρώννυμι: Difference between revisions

From LSJ

εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων → well could you, of course, handle holy vessels

Source
(Bailly1_3)
(strοng)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> κατέστρωσα;<br /><b>1</b> <i>avec double rég.</i> joncher : οἶκον ῥόδοις ÉL une maison de roses;<br /><b>2</b> jeter à terre, abattre.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[στρώννυμι]].
|btext=<i>ao.</i> κατέστρωσα;<br /><b>1</b> <i>avec double rég.</i> joncher : οἶκον ῥόδοις ÉL une maison de roses;<br /><b>2</b> jeter à terre, abattre.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[στρώννυμι]].
}}
{{StrongGR
|strgr=from [[κατά]] and [[στρώννυμι]]; to [[strew]] [[down]], i.e. (by [[implication]]) to [[prostrate]] ([[slay]]): [[overthrow]].
}}
}}

Revision as of 17:47, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστρώννῡμι Medium diacritics: καταστρώννυμι Low diacritics: καταστρώννυμι Capitals: ΚΑΤΑΣΤΡΩΝΝΥΜΙ
Transliteration A: katastrṓnnymi Transliteration B: katastrōnnymi Transliteration C: katastronnymi Beta Code: katastrw/nnumi

English (LSJ)

also καταστρωννύω LXX Jb.12.23, Mitteis Chr.31 viii 18 (ii B.C.): fut. -στρώσω:—Pass., fut. -

   A στρωθήσομαι LXX Ju.7.14: aor. -εστρώθην (v. infr.):—spread out, κλίνην Hierocl.p.63 A.    II spread over, cover, οἶκον . . ῥόδοις Ael.VH9.8:—Pass., πεδίον νεκρῶν κατεστρώθη was strewed with... D.S.14.114; σκορπίων κανθήλιον -εστρωμένον Str.14.2.26.    III lay low, δάμαρτα καὶ παῖδ' ἑνὶ κατέστρωσεν βέλει E.HF1000, cf. X. Cyr.3.3.64:—Pass., ὡς δὲ Ἕλλησι κατέστρωντο οἱ βάρβαροι Hdt.9.76, cf. 8.53, 1 Ep.Cor.10.5.    IV layer, in Pass. of vines, Gp.5.17.11.    2 βοτάνιον κατὰ τοῦ ἐδάφους -εστρωμένον prostrate, Dsc. 2.130.

Greek (Liddell-Scott)

καταστρώννῡμι: καὶ -ύω: μέλλ. -στρώσω: ἀόρ. παθ. -εστρώθην. Στρώνω κάτω, κατὰ γῆς, ἁπλώνω ἄνωθεν, ἐκτείνω, καλύπτω, τοὺς οἴκους ῥόδοις Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 9. 8· κλίνην κ. Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 491, 28·- Παθ., πεδίον νεκρῶν κατεστρώθη, ἐκ νεκρῶν, μὲ ν…, ἡ σύνταξις κατὰ τὸ ἐπληρώθη τινός, Διόδ. 14. 114· κανθήλιον κατεστρωμένον σκορπίων Στράβ. 660. ΙΙ. ὡς τὸ καταστορέννυμι ΙΙΙ., «στρώνω κάτω», καταβάλλω, ἀποκτείνω, φονεύω, δάμαρτα καὶ παῖδ’ ἑνὶ κατέστρωσεν βέλει Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1000, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 3. 3, 64·- Παθ., ὡς δὲ Ἕλλησι κατέστρωντο οἱ βάρβαροι Ἡρόδ. 9, 76, πρβλ. 8, 53.

French (Bailly abrégé)

ao. κατέστρωσα;
1 avec double rég. joncher : οἶκον ῥόδοις ÉL une maison de roses;
2 jeter à terre, abattre.
Étymologie: κατά, στρώννυμι.

English (Strong)

from κατά and στρώννυμι; to strew down, i.e. (by implication) to prostrate (slay): overthrow.