βαρύγουνος: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(Bailly1_1)
(7)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux genoux alourdis.<br />'''Étymologie:''' [[βαρύς]], [[γόνυ]].
|btext=ος, ον :<br />aux genoux alourdis.<br />'''Étymologie:''' [[βαρύς]], [[γόνυ]].
}}
{{grml
|mltxt=[[βαρύγουνος]] και [[βαρυγούνατος]], -ον (Α)<br />αυτός που νιώθει [[βαριά]] τα γόνατά του, που βαριέται ή δεν μπορεί να κινηθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαρύς]] <span style="color: red;">+</span> [[γόνυ]] (γεν. <i>γόνατος</i> και <i>γούνατος</i> και [[γουνός]])].
}}
}}

Revision as of 07:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρῠγουνος Medium diacritics: βαρύγουνος Low diacritics: βαρύγουνος Capitals: ΒΑΡΥΓΟΥΝΟΣ
Transliteration A: barýgounos Transliteration B: barygounos Transliteration C: varygounos Beta Code: baru/gounos

English (LSJ)

ον,

   A heavy-kneed, lazy, Call.Del. 78, Coluth.121:—also βᾰρῠ-γούνατος Theoc.18.10.

German (Pape)

[Seite 433] dasselbe, Callim. Del. 78; Coluth. 120; Nonn. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρύγουνος: -ον, ὁ βαρέα ἔχων τὰ γόνατα, ὀκνηρός, Καλλ. εἰς Δῆλ. 78· βᾰρῡγούνατος Θεόκρ. 18. 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux genoux alourdis.
Étymologie: βαρύς, γόνυ.

Greek Monolingual

βαρύγουνος και βαρυγούνατος, -ον (Α)
αυτός που νιώθει βαριά τα γόνατά του, που βαριέται ή δεν μπορεί να κινηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + γόνυ (γεν. γόνατος και γούνατος και γουνός)].