βάσιμος: Difference between revisions
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
(Bailly1_1) |
(big3_8) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />où l’on peut marcher, accessible.<br />'''Étymologie:''' [[βαίνω]]. | |btext=ος, ον :<br />où l’on peut marcher, accessible.<br />'''Étymologie:''' [[βαίνω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de lugares [[accesible]], [[practicable]] Tim.15.57, ὁδοὶ πᾶσαι Ph.1.297, γῆ <i>Sitz.Wien</i>.265(1).1969.14.100 (Lidia I d.C.), πεδιάς Aristid.Quint.59.13, χῶρος Aristid.<i>Or</i>.39.6, τόποι S.E.<i>M</i>.1.78, τὸ ἄδυτον Clem.Al.<i>Strom</i>.5.6.34<br /><b class="num">•</b>c. dat. γῆ καὶ θάλασσα ... ἀνθρώποις I.<i>AI</i> 3.123, τόπος ... ἀνθρώπῳ D.S.5.44, πέτρα ... τοῖς πτηνοῖς Polyaen.4.3.29, ref. a Atenas ποῖος γὰρ τόπος τοῖς ξένοις β. εἰς παιδείαν; D.S.13.27<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ β. [[practicabilidad]] de un terreno, Hld.2.3.2.<br /><b class="num">2</b> fig., de abstr. [[viable]], [[posible]] c. dat. τούτῳ δ' οὐδέν'... τῶν τόπων ... βάσιμον ref. al τόπος ret., D.25.76, cf. Eun.<i>VS</i> 489, πάντα γὰρ τῇ συνέσει βάσιμα D.S.23.15.10, ἔρωτι δὲ [[ἄρα]] πάντα βάσιμα Longus 3.5.4, βάσιμον ἱστορίᾳ ... χρόνον época viable para una investigación histórica</i> Plu.<i>Thes</i>.1, αὐτῇ τὸ χρῆμα ref. al embarazo de Sara, Cyr.Al.M.72.113C, βάσιμον τῷ εὐδαίμονι τὸ μακάριον Eustr.<i>in EN</i> 98.3.<br /><b class="num">II</b> [[firme]], [[seguro]], [[estable]] Hsch. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:57, 21 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ον, (βαίνω)
A passable, accessible, D.S.5.44,al. (dub. sens. in Tim.Pers.65); τόποι S.E.M.1.78: metaph. of a rhetorical τόπος, D.25.76, cf. D.S.23.15, al.; χρόνος ἱστορίᾳ β. Plu.Thes.1. II fixed, stable, Eustr. in EN98.3.
German (Pape)
[Seite 437] gangbar, zugänglich, wo man fest fußen kann, τόπος τινί Dem. 25, 76; χρόνος ἱστορίᾳ β. Plut. Thes. 1.
Greek (Liddell-Scott)
βάσιμος: [ᾰ], -ον, (βαίνω) ὃν δύναταί τις νὰ διαβῇ, βατός, προσιτός, Δημ. 763. 5· χρόνος ἱστορίᾳ βας. Πλούτ. Θησ. 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
où l’on peut marcher, accessible.
Étymologie: βαίνω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de lugares accesible, practicable Tim.15.57, ὁδοὶ πᾶσαι Ph.1.297, γῆ Sitz.Wien.265(1).1969.14.100 (Lidia I d.C.), πεδιάς Aristid.Quint.59.13, χῶρος Aristid.Or.39.6, τόποι S.E.M.1.78, τὸ ἄδυτον Clem.Al.Strom.5.6.34
•c. dat. γῆ καὶ θάλασσα ... ἀνθρώποις I.AI 3.123, τόπος ... ἀνθρώπῳ D.S.5.44, πέτρα ... τοῖς πτηνοῖς Polyaen.4.3.29, ref. a Atenas ποῖος γὰρ τόπος τοῖς ξένοις β. εἰς παιδείαν; D.S.13.27
•subst. τὸ β. practicabilidad de un terreno, Hld.2.3.2.
2 fig., de abstr. viable, posible c. dat. τούτῳ δ' οὐδέν'... τῶν τόπων ... βάσιμον ref. al τόπος ret., D.25.76, cf. Eun.VS 489, πάντα γὰρ τῇ συνέσει βάσιμα D.S.23.15.10, ἔρωτι δὲ ἄρα πάντα βάσιμα Longus 3.5.4, βάσιμον ἱστορίᾳ ... χρόνον época viable para una investigación histórica Plu.Thes.1, αὐτῇ τὸ χρῆμα ref. al embarazo de Sara, Cyr.Al.M.72.113C, βάσιμον τῷ εὐδαίμονι τὸ μακάριον Eustr.in EN 98.3.
II firme, seguro, estable Hsch.