δεινότης: Difference between revisions
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
(Bailly1_1) |
(big3_10) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ητος (ἡ) :<br /><b>1</b> aspect <i>ou</i> caractère effrayant d’une chose : [[δεινότης]] νόμων THC rigueur des lois;<br /><b>2</b> caractère extraordinaire <i>ou</i> remarquable d’une pers. <i>ou</i> d’une ch. ; habileté, ingéniosité ; <i>particul.</i> habileté <i>ou</i> talent d’orateur.<br />'''Étymologie:''' [[δεινός]]. | |btext=ητος (ἡ) :<br /><b>1</b> aspect <i>ou</i> caractère effrayant d’une chose : [[δεινότης]] νόμων THC rigueur des lois;<br /><b>2</b> caractère extraordinaire <i>ou</i> remarquable d’une pers. <i>ou</i> d’une ch. ; habileté, ingéniosité ; <i>particul.</i> habileté <i>ou</i> talent d’orateur.<br />'''Étymologie:''' [[δεινός]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ητος, ἡ<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>ref. a abstr. [[carácter terrible]], [[aspecto que impone]] c. gen. μὴ ὧν πεισόμεθα μόνον δεινότητα κατανοοῦντας considerando no sólo el horror de las cosas que sufriremos</i> Th.3.59, εἰ ... μὴ φόβῳ ... νεῶν δεινότητος κατάπλου ὑποχωροίη Th.4.10, τοῦ εἰργμοῦ τὴν δεινότητα κατιδοῦσα Pl.<i>Phd</i>.82e, νόμων δ. rigor de las leyes</i> Th.3.46<br /><b class="num">•</b>[[exageración]] χαρᾶς δ. alegría exagerada</i> Hp.<i>Praec</i>.14.<br /><b class="num">2</b> ref. a pers. [[rectitud]], [[severidad]] como virtud de los gobernantes σεμνότητα καὶ δεινότητα καὶ εὐεργεσίαν Ph.2.424.<br /><b class="num">II</b> del carácter extraordinario de una pers.<br /><b class="num">1</b> sent. posit. [[habilidad]], [[destreza]] ἡ ὡς ἀληθῶς δ. ἀνδρός Pl.<i>Tht</i>.176c, αἱ δ' ἄλλαι δεινότητές τε ... καὶ σοφίαι Pl.<i>Tht</i>.176c, cf. <i>Ep</i>.358c, D.Chr.12.45, δ.· [[διάθεσις]] καθ' ἣν ὁ ἔχων στοχαστικός ἐστιν τοῦ ἰδίου τέλους Pl.<i>Def</i>.413a, ἔστιν δή τις [[δύναμις]] ἣν καλοῦσι δεινότητα Arist.<i>EN</i> 1144<sup>a</sup>23, ἐπιδεικνύμενοι λόγων δεινότητα mostrando habilidad literaria</i> I.<i>AI</i> 1.2, cf. <i>BI</i> 1.440, <i>Ap</i>.2.182, Numen.25.28, δεινότητι διανοίας por lo impresionante de su pensamiento</i> D.Chr.18.11<br /><b class="num">•</b>esp. [[habilidad oratoria]], [[elocuencia]] Th.3.37, D.18.277, ἐν τοῖς λόγοις Isoc.1.4, δ. τῶν λόγων Alcid.2.29, λόγου Plu.<i>Pomp</i>.77, cf. Luc.<i>Hist.Cons</i>.58, Philostr.<i>VS</i> 486, δ. ῥητορική <i>PMasp</i>.295.3.26 (VI d.C.).<br /><b class="num">2</b> sent. peyor. [[habilidad]] unida a cierta falsedad [[astucia]] esp. [[habilidad oratoria]] ὅση δ. ἦν ἐν τῷ Φιλίππῳ D.18.144, ref. a un συκοφάντης D.18.242, op. ἀλήθεια Antipho 5.5, ἀντὶ τῆς Δημοσθένους δεινότητος D.Chr.2.19, ῥητορικὴ τάς τε ἐν ἑκάστοις δεινότητας ἐξετάζουσα Ph.1.158, cf. 2.476, ὁπόσον ἢ δεινότητος ἢ ἀκμῆς ἐπεπόριστο ἐν τοῖς λόγοις Luc.<i>Pisc</i>.25, cf. <i>Alex</i>.4, κακούργως ἑρμενευόντων δεινότητα Iust.<i>Nou</i>.18.11.<br /><b class="num">3</b> ret. [[fuerza oratoria]], [[intensidad]] τὰ ἀριστεῖα τῆς ἐν λόγοις δεινότητος D.H.<i>Comp</i>.18.15, cf. <i>Th</i>.53.1, [[ἀπρόσιτος]] δ. fuerza oratoria inalcanzable</i> Longin.34.4, τὰ σύμβολα ἔχει δεινότητας las expresiones simbólicas tienen fuerza oratoria</i> Demetr.<i>Eloc</i>.243, cf. Philostr.<i>VS</i> 500, 510, 564, Hermog.<i>Id</i>.2.9 (p.368, 369). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:58, 21 August 2017
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A terribleness, Th.3.59,4.10; harshness, severity, νόμων Id.3.46. II cleverness, shrewdness, D.18.144, Arist. EN1144a23; opp. ἀλήθεια, Antipho5.5; esp. in an orator, Th.3.37, D.18.242,277; ἡ ἐν τοῖς λόγοις δ. Isoc.1.4; δεινότητα λόγου ἐπιδείκνυσθαι Plu.Pomp.77. III Rhet., intensity, forcefulness, D.H. Comp.18, Th.53, al., Longin.34.4, Hermog.Id.2.9, al.: pl., Demetr. Eloc.243.
German (Pape)
[Seite 539] ητος, ἡ, das Furchtbare, Schreckliche, Härte, Thuc. 3, 59. 64; εἱργμοῦ Plat. Phaed. 82 e. – Gew. Tüchtigkeit, Geschicklichkeit, Klugheit, δεινότητες καὶ σοφίαι Plat. Theaet. 176 e; vgl. Arist. Eth. 6, 12, 8; bes. vom Redner, kraftvolle Beredtsamkeit, Thuc. 3, 37 u. A.; genauer ἡ περὶ τοὺς λόγους δ. od. ἡ ἐν λόγοις δ., wie δ. λόγου, Plut. Pomp. 77; vgl. D. Hal. iud. Thuc. 23.
Greek (Liddell-Scott)
δεινότης: -ητος, ἡ, (δεινὸς) φοβερότης, Θουκ. 4.10· τραχύτης, αὐστηρότης, τὸ ἄκαμπτον, νόμων ὁ αὐτ. 3. 46, πρβλ. 59. ΙΙ. φυσικὴ ἱκανότης, δεξιότης, εὐφυΐα, πανουργία, Δημ. 275. 28, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 13· ἀντίθ. τῷ ἀλήθεια, Ἀντιφῶν 129, ἐν τέλει· ἰδίως παρὰ ῥήτορσι, Θουκ. 3. 37, Δημ. 307. 27., 318. 9· ἡ ἐν τοῖς λόγοις δ. Ἰσοκρ. 1D.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
1 aspect ou caractère effrayant d’une chose : δεινότης νόμων THC rigueur des lois;
2 caractère extraordinaire ou remarquable d’une pers. ou d’une ch. ; habileté, ingéniosité ; particul. habileté ou talent d’orateur.
Étymologie: δεινός.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
I 1ref. a abstr. carácter terrible, aspecto que impone c. gen. μὴ ὧν πεισόμεθα μόνον δεινότητα κατανοοῦντας considerando no sólo el horror de las cosas que sufriremos Th.3.59, εἰ ... μὴ φόβῳ ... νεῶν δεινότητος κατάπλου ὑποχωροίη Th.4.10, τοῦ εἰργμοῦ τὴν δεινότητα κατιδοῦσα Pl.Phd.82e, νόμων δ. rigor de las leyes Th.3.46
•exageración χαρᾶς δ. alegría exagerada Hp.Praec.14.
2 ref. a pers. rectitud, severidad como virtud de los gobernantes σεμνότητα καὶ δεινότητα καὶ εὐεργεσίαν Ph.2.424.
II del carácter extraordinario de una pers.
1 sent. posit. habilidad, destreza ἡ ὡς ἀληθῶς δ. ἀνδρός Pl.Tht.176c, αἱ δ' ἄλλαι δεινότητές τε ... καὶ σοφίαι Pl.Tht.176c, cf. Ep.358c, D.Chr.12.45, δ.· διάθεσις καθ' ἣν ὁ ἔχων στοχαστικός ἐστιν τοῦ ἰδίου τέλους Pl.Def.413a, ἔστιν δή τις δύναμις ἣν καλοῦσι δεινότητα Arist.EN 1144a23, ἐπιδεικνύμενοι λόγων δεινότητα mostrando habilidad literaria I.AI 1.2, cf. BI 1.440, Ap.2.182, Numen.25.28, δεινότητι διανοίας por lo impresionante de su pensamiento D.Chr.18.11
•esp. habilidad oratoria, elocuencia Th.3.37, D.18.277, ἐν τοῖς λόγοις Isoc.1.4, δ. τῶν λόγων Alcid.2.29, λόγου Plu.Pomp.77, cf. Luc.Hist.Cons.58, Philostr.VS 486, δ. ῥητορική PMasp.295.3.26 (VI d.C.).
2 sent. peyor. habilidad unida a cierta falsedad astucia esp. habilidad oratoria ὅση δ. ἦν ἐν τῷ Φιλίππῳ D.18.144, ref. a un συκοφάντης D.18.242, op. ἀλήθεια Antipho 5.5, ἀντὶ τῆς Δημοσθένους δεινότητος D.Chr.2.19, ῥητορικὴ τάς τε ἐν ἑκάστοις δεινότητας ἐξετάζουσα Ph.1.158, cf. 2.476, ὁπόσον ἢ δεινότητος ἢ ἀκμῆς ἐπεπόριστο ἐν τοῖς λόγοις Luc.Pisc.25, cf. Alex.4, κακούργως ἑρμενευόντων δεινότητα Iust.Nou.18.11.
3 ret. fuerza oratoria, intensidad τὰ ἀριστεῖα τῆς ἐν λόγοις δεινότητος D.H.Comp.18.15, cf. Th.53.1, ἀπρόσιτος δ. fuerza oratoria inalcanzable Longin.34.4, τὰ σύμβολα ἔχει δεινότητας las expresiones simbólicas tienen fuerza oratoria Demetr.Eloc.243, cf. Philostr.VS 500, 510, 564, Hermog.Id.2.9 (p.368, 369).