διακαθαίρω: Difference between revisions

From LSJ

διὰ τῆς σιωπῆς πικρότερον κατηγορεῖ → through silence you accuse yourself more harshly (Menander)

Source
(Bailly1_2)
(big3_11)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> purifier, purger à fond;<br /><b>2</b> émonder;<br /><i><b>Moy.</b></i> διακαθαίρομαι purifier complètement.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[καθαίρω]].
|btext=<b>1</b> purifier, purger à fond;<br /><b>2</b> émonder;<br /><i><b>Moy.</b></i> διακαθαίρομαι purifier complètement.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[καθαίρω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=(διακᾰθαίρω) <b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[purgar a fondo]], [[limpiar]] medic. τά τε αἰδοῖα καὶ τὰ ἕλκεα Hp.<i>Mul</i>.1.64, τὴν σύριγγα Hp.<i>Fist</i>.4, τὸ ὀστέον Hp.<i>Morb</i>.2.23, τὰ στόματα τῶν φλεβῶν Hp.<i>Vict</i>.2.56, (τὸ οὖς) διακαθαίρειν δὲ εἰρίῳ limpiar (el oído) con lana</i> Hp.<i>Epid</i>.5.66, 7.63<br /><b class="num">•</b>gener. τὰ τῶν γυναικῶν ... τρύβλια Ar.<i>Ec</i>.847, τοὺς κρουνοὺς ... τοὺς ἐν τῇ σκηνῇ <i>IG</i> 11(2).287A.79 (Delos III a.C.), ἅλωνα <i>Eu.Luc</i>.3.17, διεκάθαιρε τὴν βάσιν τῆς οἰκοδομίας Agath.1.10.3<br /><b class="num">•</b>[[purificar por completo]] πόλιν Pl.<i>R</i>.399e, τὰς ἀκοάς Apollod.3.6.7, τὴν γινομένην βαρύτητα Chrys.<i>Scand</i>.7.22<br /><b class="num">•</b>en v. med. [[depurar]] ἄν τις τὰ ὑπάρχοντα μὴ διακαθαίρηται Pl.<i>Lg</i>.735c, τὰ δὲ νέα σπέρματα ... διακαθαίρεται Petr.I Al.<i>Fr</i>.M.18.513B<br /><b class="num">•</b>fig. φροντίδος ... τὸ λογιστικὸν καὶ πρακτικὸν ... διακαθαιρούσης Plu.2.788b, θεωρητικὰς τέχνας Iambl.<i>Comm.Math</i>.16, αὐτὸν διακαθᾶραι τοῦ αἰσχροῦ ὀνόματος Procop.<i>Goth</i>.1.4.6, en v. pas. διακαθαιρόμεναι αἰσθήσεις sensaciones purificadas</i> Pl.<i>R</i>.411d.<br /><b class="num">2</b> de árboles y plantas [[escamondar]], [[podar]] Thphr.<i>HP</i> 2.6.5, 7.2, Ph.2.207, <i>PStras</i>.872.8 (III d.C.), en v. pas. ἡ διακαθαρθεῖσα γῆ Str.14.6.5.<br /><b class="num">II</b> sólo fig.<br /><b class="num">1</b> [[aclarar]], [[explicar]] δ. ... οἷα Λακεδαιμόνιοι κακὰ πεπόνθασιν Diog.Oen.23.11, δ. τῷ λόγῳ τὸν πλοῦτον Chrys.M.61.292.<br /><b class="num">2</b> [[ordenar]], [[arreglar]] en v. pas. μήτε τῇ τάξει μήτε τῇ φράσει διακεκαθαρμένοι Clem.Al.<i>Strom</i>.6.1.2<br /><b class="num">•</b>[[despejar]] τὰ [[ἐμποδών]] Clem.Al.<i>Strom</i>.5.1.11.
}}
}}

Revision as of 12:23, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακᾰθαίρω Medium diacritics: διακαθαίρω Low diacritics: διακαθαίρω Capitals: ΔΙΑΚΑΘΑΙΡΩ
Transliteration A: diakathaírō Transliteration B: diakathairō Transliteration C: diakathairo Beta Code: diakaqai/rw

English (LSJ)

aor.part.

   A -άρας IG11(2).287 A79:—purge thoroughly, Ar.Ec.847, Pl.R.399e, Apollod.3.6.7; κρουνούς IG l.c.; ἅλωνα Ev.Luc.3.17: metaph., [φιλοσοφία] τέχνας δ. Iamb.Comm.Math.16; τινὰ τοῦ αἰσχροῦ ὀνόματος Procop.Goth.1.4:—Med., of one's own stock, Pl.Lg.735c.    II prune, Thphr.HP2.7.2 (Pass.); δένδρα Ph.2.207.

German (Pape)

[Seite 580] durch u. durch, ganz reinigen, Plat. Rep. III, 411 u. öfter; τὰ τῶν γυναικῶν τρυβλία, in obscönem Sinne, Ar. Eccl. 847; bes. = Bäume verschneiden u. ausschneiden, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

διακᾰθαίρω: μέλλ. -ᾰρω, καθαρίζω, ἐντελῶς ἐξαγνίζω, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 847, Πλάτ. Πολ. 399Ε· ― ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὁ αὐτ. Νόμ. 735C. ΙΙ. κλαδεύω, Θεόφρ. Ι. Φ. 2. 7, 2.

French (Bailly abrégé)

1 purifier, purger à fond;
2 émonder;
Moy. διακαθαίρομαι purifier complètement.
Étymologie: διά, καθαίρω.

Spanish (DGE)

(διακᾰθαίρω) I 1purgar a fondo, limpiar medic. τά τε αἰδοῖα καὶ τὰ ἕλκεα Hp.Mul.1.64, τὴν σύριγγα Hp.Fist.4, τὸ ὀστέον Hp.Morb.2.23, τὰ στόματα τῶν φλεβῶν Hp.Vict.2.56, (τὸ οὖς) διακαθαίρειν δὲ εἰρίῳ limpiar (el oído) con lana Hp.Epid.5.66, 7.63
gener. τὰ τῶν γυναικῶν ... τρύβλια Ar.Ec.847, τοὺς κρουνοὺς ... τοὺς ἐν τῇ σκηνῇ IG 11(2).287A.79 (Delos III a.C.), ἅλωνα Eu.Luc.3.17, διεκάθαιρε τὴν βάσιν τῆς οἰκοδομίας Agath.1.10.3
purificar por completo πόλιν Pl.R.399e, τὰς ἀκοάς Apollod.3.6.7, τὴν γινομένην βαρύτητα Chrys.Scand.7.22
en v. med. depurar ἄν τις τὰ ὑπάρχοντα μὴ διακαθαίρηται Pl.Lg.735c, τὰ δὲ νέα σπέρματα ... διακαθαίρεται Petr.I Al.Fr.M.18.513B
fig. φροντίδος ... τὸ λογιστικὸν καὶ πρακτικὸν ... διακαθαιρούσης Plu.2.788b, θεωρητικὰς τέχνας Iambl.Comm.Math.16, αὐτὸν διακαθᾶραι τοῦ αἰσχροῦ ὀνόματος Procop.Goth.1.4.6, en v. pas. διακαθαιρόμεναι αἰσθήσεις sensaciones purificadas Pl.R.411d.
2 de árboles y plantas escamondar, podar Thphr.HP 2.6.5, 7.2, Ph.2.207, PStras.872.8 (III d.C.), en v. pas. ἡ διακαθαρθεῖσα γῆ Str.14.6.5.
II sólo fig.
1 aclarar, explicar δ. ... οἷα Λακεδαιμόνιοι κακὰ πεπόνθασιν Diog.Oen.23.11, δ. τῷ λόγῳ τὸν πλοῦτον Chrys.M.61.292.
2 ordenar, arreglar en v. pas. μήτε τῇ τάξει μήτε τῇ φράσει διακεκαθαρμένοι Clem.Al.Strom.6.1.2
despejar τὰ ἐμποδών Clem.Al.Strom.5.1.11.