πόσθη: Difference between revisions
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
(Bailly1_4) |
(33) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης (ἡ) :<br />membre viril, <i>particul.</i> le prépuce, le gland.<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[πέος]]. | |btext=ης (ἡ) :<br />membre viril, <i>particul.</i> le prépuce, le gland.<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[πέος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ<br />το [[δέρμα]] που καλύπτει τη βάλανο του πέους, η [[ακροβυστία]] («τὸ [[δέρμα]] δ' ἐπὶ πέρατι τοῡ καυλοῡ, τὴν νῡν πόσθην ὀνομαζομένην», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> το [[δέρμα]] που καλύπτει το [[πέος]]<br /><b>αρχ.</b><br />το [[πέος]], το ανδρικό [[μόριο]] («πυγὴν μεγάλην πόσθην μικράν», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ποσ</i>- της ρίζας <i>πεσ</i>- του [[πέος]] με εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>θη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σά</i>-<i>θη</i>, <i>κύσ</i>-<i>θος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A membrum virile, Id.Nu.1014. II foreskin, Dsc.4.153, Ruf.Onom.102, Orib.Fr.84.
German (Pape)
[Seite 687] ἡ, das männliche Glied, Ar. Nubb. 1001 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
πόσθη: ἡ, (ἴδε πέος) τὸ ἀνδρικὸν αἰδοῖον, Ἀριστοφ. Νεφ. 1014· ἡ ἀκροβυστία, Διοσκ. 4. 157· ― ἐντεῦθεν τὸ ὑποκορ. πόσθιον, τό, Ἀριστοφ. Θεσμ. 254, 515· καὶ πόσθων, ωνος, ὁ, (πόσθη) κυρίως ὁ ἔχων μεγάλην πόσθην, κοινῶς «ψωλαρᾶς», Λουκ. Λεξιφ. 12· κωμικὴ λέξις ἐπὶ μικροῦ παιδίου, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1300· οὕτω, ποσθαλίσκος, ὁ, ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 291· πρβλ. Θετταλίσκος, κωραλίσκος.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
membre viril, particul. le prépuce, le gland.
Étymologie: DELG v. πέος.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
το δέρμα που καλύπτει τη βάλανο του πέους, η ακροβυστία («τὸ δέρμα δ' ἐπὶ πέρατι τοῡ καυλοῡ, τὴν νῡν πόσθην ὀνομαζομένην», Γαλ.)
νεοελλ.
ανατ. το δέρμα που καλύπτει το πέος
αρχ.
το πέος, το ανδρικό μόριο («πυγὴν μεγάλην πόσθην μικράν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα ποσ- της ρίζας πεσ- του πέος με εκφραστικό επίθημα -θη (πρβλ. σά-θη, κύσ-θος)].