τεφρώδης: Difference between revisions
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
(Bailly1_5) |
(41) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες :<br />qui ressemble à la cendre, cendré.<br />'''Étymologie:''' [[τέφρα]], -ωδης. | |btext=ης, ες :<br />qui ressemble à la cendre, cendré.<br />'''Étymologie:''' [[τέφρα]], -ωδης. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες / [[τεφρώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[τέφρα]]<br />αυτός που μοιάζει [[κατά]] το [[χρώμα]] με την [[τέφρα]], [[σταχτής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] [[τέφρα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τεφρώδες φως»<br /><b>αστρον.</b> το αμυδρό φως που φωτίζει το στραμμένο [[προς]] τη Γη [[τμήμα]] του σκοτεινού ημισφαιρίου της Σελήνης, [[κοντά]] στη [[φάση]] της Νέας Σελήνης, καθιστώντας εύκολα ορατό [[ολόκληρο]] τον σεληνιακό δίσκο. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:44, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A like ashes, Thphr.Ign.39, Babr.85.14, Plu.Them.8; τ. γῆ Str.16.2.44.
German (Pape)
[Seite 1102] ες, zsgzgn statt τεφροειδής, Plut. Them. 8, öfter.
Greek (Liddell-Scott)
τεφρώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ τεφροειδής, Βαβρ. 85. 14, Πλουτ. Θεμιστ. 8.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui ressemble à la cendre, cendré.
Étymologie: τέφρα, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες / τεφρώδης, -ῶδες, ΝΑ τέφρα
αυτός που μοιάζει κατά το χρώμα με την τέφρα, σταχτής
νεοελλ.
1. γεμάτος τέφρα
2. φρ. «τεφρώδες φως»
αστρον. το αμυδρό φως που φωτίζει το στραμμένο προς τη Γη τμήμα του σκοτεινού ημισφαιρίου της Σελήνης, κοντά στη φάση της Νέας Σελήνης, καθιστώντας εύκολα ορατό ολόκληρο τον σεληνιακό δίσκο.