λοῖσθος: Difference between revisions
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
(Bailly1_3) |
(Autenrieth) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />extrême, <i>càd</i> dernier, qui vient après tous les autres.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée. | |btext=ος, ον :<br />extrême, <i>càd</i> dernier, qui vient après tous les autres.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=([[λοιπός]]): [[last]], Il. 23.536†. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:24, 15 August 2017
English (LSJ)
(A), ον,
A left behind, last, Il.23.536, Lyc.163, Euph.51.13, etc.; ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς κακῶν S.Fr.698: Sup. -ότατος last of all, Hes.Th.921; -οτάτας χάριτας the last honours (to the dead), IG14.1721.
λοῖσθος (B), ὁ,
A beam, λοῖσθοι ἓξ ὥστε μοχλοῖς χρῆσθαι IG22.1673.17 (iv B. C.); boom, gaff, or spar, E.Hel.1597.
Greek (Liddell-Scott)
λοῖσθος: -ον, ἔσχατος, ὕστατος, Ἰλ. Ψ. 536· Ὑπερθ. λοισθότατος, ἔσχατος πάντων, Ἡσ. Θ. 921· λοισθοτάτας χάριτας, τὰς ὑστάτας τιμὰς (τοῦ νεκροῦ), Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 573· - ὡσαύτως παρὰ Τραγ., ὁ θάνατος λοίσθιος ἰατρὸς κακῶν Σοφ. Ἀποσπ. 626, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 1597. (Ἐκτεταμένον: λοίσθιος, λοισθήιος· - πρέπει νὰ εἶναι ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ λοιπός, ἴσως εἶδος ὑπερθ., λοίπιστος, λοῖσθος).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
extrême, càd dernier, qui vient après tous les autres.
Étymologie: DELG étym. ignorée.