περιπλανής: Difference between revisions
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
(Bailly1_4) |
(32) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />qui erre de tous côtés, vagabond.<br />'''Étymologie:''' [[περιπλανάομαι]]. | |btext=ής, ές :<br />qui erre de tous côtés, vagabond.<br />'''Étymologie:''' [[περιπλανάομαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που περιφέρεται άσκοπα εδώ κι [[εκεί]], ο περιπλανώμενος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλανής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>πλανῶμαι</i>) <b>πρβλ.</b> <i>οδοι</i>-<i>πλανής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A wandering about, Plu.2.1001e.
German (Pape)
[Seite 587] ές, herumirrend, Plut. qu. Plat. 3, 1.
Greek (Liddell-Scott)
περιπλᾰνής: -ές, ὁ περιπλανώμενος, Πλούτ. 2. 1001D.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui erre de tous côtés, vagabond.
Étymologie: περιπλανάομαι.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που περιφέρεται άσκοπα εδώ κι εκεί, ο περιπλανώμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -πλανής (< πλανῶμαι) πρβλ. οδοι-πλανής].