ψόγιος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
(Bailly1_5)
(47c)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>c.</i> [[ψογερός]].
|btext=α, ον :<br /><i>c.</i> [[ψογερός]].
}}
{{grml
|mltxt=-ία, -ον, Α [[ψόγος]]<br /><b>1.</b> (με ενεργ<br />σημ.) [[φιλοκατήγορος]], [[ψογερός]]<br /><b>2.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αξιόμεμπτος.
}}
}}

Revision as of 06:29, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1401] tadelnd, tadelsüchtig, Pind. N. 7, 69, wo vor Böckh ψέγιος gelesen wurde, was Schneider in ψόγιος besserte.

Greek (Liddell-Scott)

ψόγιος: -α, -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ ψέγῃ, νὰ κατηγορῇ, νὰ κατακρίνῃ, ἐκ διορθώσεως τοῦ Schneider παρὰ Πινδ. Ν. 7. 102, ἀντὶ τοῦ ἀνωμάλου τύπου ψέγιος. ΙΙ. ἀξιόμεμπτος, «ψόγ(ε)ια· ψογερά, καὶ οὐκ ἄξια ἀκοῆς» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
c. ψογερός.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α ψόγος
1. (με ενεργ
σημ.) φιλοκατήγορος, ψογερός
2. (με παθ. σημ.) (κατά τον Ησύχ.) αξιόμεμπτος.