ἐπικαταπίπτω: Difference between revisions
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(Bailly1_2) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=tomber sur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[καταπίπτω]]. | |btext=tomber sur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[καταπίπτω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπικαταπίπτω]] (AM) [[καταπίπτω]]<br /><b>1.</b> [[πέφτω]] [[πάνω]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («εἶτ’ ἐπικαταπεσὼν ἀνακύπτειν οὐκ ἐᾷ», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> περιλαμβάνομαι στο [[μερίδιο]] κάποιου. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:31, 29 September 2017
English (LSJ)
A fall upon, Luc.Anach.1; γαίῃ Q.S.3.399. 2. metaph., fall to the lot of, λυγρῷ ἐπικάππεσεν ὄλβος Id.7.78.
German (Pape)
[Seite 946] (s. πίπτω), darüber herfallen; Luc. Anachars. 1; Sext. Emp. adv. geom. 27.
French (Bailly abrégé)
tomber sur.
Étymologie: ἐπί, καταπίπτω.
Greek Monolingual
ἐπικαταπίπτω (AM) καταπίπτω
1. πέφτω πάνω σε κάποιον ή σε κάτι («εἶτ’ ἐπικαταπεσὼν ἀνακύπτειν οὐκ ἐᾷ», Λουκιαν.)
2. περιλαμβάνομαι στο μερίδιο κάποιου.