ἐπίξυνος: Difference between revisions
From LSJ
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
(Bailly1_2) |
(13) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />possédé en commun.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ξυνός]]. | |btext=ος, ον :<br />possédé en commun.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ξυνός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπίξυνος]], -ον (ποιητ. τ. του [[ἐπίκοινος]]) (Α) [[ξυνός]]<br />αυτός που ανήκει σε πολλούς [[μαζί]] («[[ἐπίξυνος]] [[ἄρουρα]]», <b>Ομ. Οδ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:11, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, poet. for ἐπίκοινος, ἐ. ἄρουρα a
A common field, in which several persons have rights, Il.12.422.
German (Pape)
[Seite 967] poet. = ἐπίκοινος, z. B. ἄρουρα, ein Gemeindefeld, Il. 12, 422.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίξῡνος: -ον, ποιητ. ἀντὶ ἐπίκοινος, ἐπιξύνῳ ἐν ἀρούρῃ, «κοινοὺς τοὺς ὅρους ἐχούσῃ» (θ. Γαζῆς), Ἰλ. Μ. 442· πρβλ. ἐπινομία.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
possédé en commun.
Étymologie: ἐπί, ξυνός.
Greek Monolingual
ἐπίξυνος, -ον (ποιητ. τ. του ἐπίκοινος) (Α) ξυνός
αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί («ἐπίξυνος ἄρουρα», Ομ. Οδ.).