ἐπιπετάννυμι: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=étendre sur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[πετάννυμι]].
|btext=étendre sur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[πετάννυμι]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιπετάννυμι]] (Α) [[πετάννυμι]]<br />[[απλώνω]] [[κάτι]] [[επάνω]] (α. «τὰ δὲ ὦτα ἐπιπετάσας ἐπὶ τάς ὠμοπλάτας», <b>Ξεν.</b><br />β. «τέφρη δ’ ἐπιπέπτατο πολλή», Κόιντ. Σμυρν.).
}}
}}

Revision as of 07:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπετάννῡμι Medium diacritics: ἐπιπετάννυμι Low diacritics: επιπετάννυμι Capitals: ΕΠΙΠΕΤΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: epipetánnymi Transliteration B: epipetannymi Transliteration C: epipetannymi Beta Code: e)pipeta/nnumi

English (LSJ)

   A spread over, τὰ ὦτα ἐπὶ τὰς ὠμοπλάτας X.Cyn.5.10, cf.Aret.CA1.10:—Pass., τέφρη ἐπεπέπτατο Q.S.14.25; ἐπίπαγος ἐπιπετάννυται Aret.SD2.9.

German (Pape)

[Seite 969] (s. πετάννυμι), darüber ausbreiten, Xen. Cyn. 5, 10; τέφρῃ ἐπιπέπτατο Qu. Sm. 14, 25.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπετάννῡμι: μέλλ. -πετάσω, ἁπλώνω τι ἐπί τι, τὰ ὦτα ἐπιπετάσας ἐπὶ τὰς ὠμοπλάτας Ξεν. Κυν. 5, 10. - Παθ., τέφρη δ’ ἐπιπέπτατο πολλὴ Κόϊντ. Σμ. 14. 25.

French (Bailly abrégé)

étendre sur.
Étymologie: ἐπί, πετάννυμι.

Greek Monolingual

ἐπιπετάννυμι (Α) πετάννυμι
απλώνω κάτι επάνω (α. «τὰ δὲ ὦτα ἐπιπετάσας ἐπὶ τάς ὠμοπλάτας», Ξεν.
β. «τέφρη δ’ ἐπιπέπτατο πολλή», Κόιντ. Σμυρν.).