εὐαπόβατος: Difference between revisions

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
(Bailly1_2)
(14)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />où l’on peut facilement aborder <i>ou</i> débarquer;<br /><i>Cp.</i> εὐαποβατώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἀποβαίνω]].
|btext=ος, ον :<br />où l’on peut facilement aborder <i>ou</i> débarquer;<br /><i>Cp.</i> εὐαποβατώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἀποβαίνω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐαπόβατος]], -ον (Α)<br />αυτός στον οποίο εύκολα [[κάποιος]] μπορεί να κάνει [[απόβαση]] («τὴν νῆσον εὐαποβατωτέραν οὖσαν», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>απο</i>-[[βαίνω]]].
}}
}}

Revision as of 06:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐαπόβᾰτος Medium diacritics: εὐαπόβατος Low diacritics: ευαπόβατος Capitals: ΕΥΑΠΟΒΑΤΟΣ
Transliteration A: euapóbatos Transliteration B: euapobatos Transliteration C: evapovatos Beta Code: eu)apo/batos

English (LSJ)

ον,

   A easy to disembark on, νῆσος -ωτέρα Th.4.30.

German (Pape)

[Seite 1057] bequem zum Landen, νῆσος εὐαποβατωτέρα Thuc. 4, 30.

Greek (Liddell-Scott)

εὐαπόβατος: -ον, ἐφ’ οὗ εὔκολον εἶναι νὰ κάμῃ τις ἀπόβασιν, νῆσος εὐαποβατωτέρα Θουκ. 4. 30.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
où l’on peut facilement aborder ou débarquer;
Cp. εὐαποβατώτερος.
Étymologie: εὖ, ἀποβαίνω.

Greek Monolingual

εὐαπόβατος, -ον (Α)
αυτός στον οποίο εύκολα κάποιος μπορεί να κάνει απόβαση («τὴν νῆσον εὐαποβατωτέραν οὖσαν», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο-βαίνω].