ζητητικός: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)

Source
(Bailly1_2)
(16)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui aime <i>ou</i> est apte à rechercher, à examiner.<br />'''Étymologie:''' [[ζητέω]].
|btext=ή, όν :<br />qui aime <i>ou</i> est apte à rechercher, à examiner.<br />'''Étymologie:''' [[ζητέω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ζητητικός]], -ή, -όν) [[ζητητής]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τάση]] για πνευματικές έρευνες<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι Ζητητικοί</i><br />οι Σκεπτικοί φιλόσοφοι<br /><b>3.</b> <b>το θηλ.</b> <i>η ζητητική</i><br />το φιλοσοφικό [[σύστημα]] τών ζητητικών, η Σκεπτική [[φιλοσοφία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για διαλόγους) αυτός στον οποίο αναζητείται η [[αλήθεια]] («ὅ τε [[ὑφηγητικός]], καὶ ὁ [[ζητητικός]]», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ.</b>) <i>τὸ ζητητικόν</i><br />η [[αναζήτηση]] της αλήθειας («τὸ ζητητικὸν ἔχουσι πάντες οἱ τοῡ Σωκράτους λόγοι», <b>Αριστοτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ζητητικῶς</i> (Α)<br />με τρόπο που αποσκοπεί στην [[ανεύρεση]] της αλήθειας.
}}
}}

Revision as of 07:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζητητικός Medium diacritics: ζητητικός Low diacritics: ζητητικός Capitals: ΖΗΤΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: zētētikós Transliteration B: zētētikos Transliteration C: zititikos Beta Code: zhthtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A disposed to search or inquire, Pl.Men.81e, Ptol.Tetr.6; τινος into a thing, Pl.Ax.366b; περί τι Id.R.528c.    2 οἱ ζ. διάλογοι Plato's dialogues of search or investigation, opp. οἱ ὑφηγητικοί, Thrasyll. ap. D.L.3.49; τὸ ζ. ἔχουσι πάντες οἱ τοῦ Σωκράτους λόγοι are devoted to search or inquiry, Arist.Pol.1265a12. Adv. -κῶς Procl.in Prm.p.515S.    3 οἱ ζητητικοί, a name given to the Sceptics, D.L.9.69; ἡ ζητητική their philosophy, ib.70; ἡ ζ. ἀγωγή S.E. P.1.7.

German (Pape)

[Seite 1140] zum Untersuchen geneigt, περί τι, Plat. Rep. VII, 528 b; πραγμάτων Axioch. 366 b; Sp.; οἱ ζητητικοί, Philosophen, bes. Skeptiker; ihre Philosophie ἡ ζητητική, D. L. 9, 8; Sext. Emp. Pyrrh. 1, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ζητητικός: -ή, -όν, ἔχων ἔφεσιν ἢ τάσιν πρὸς τὰς ζητήσεις ἢ ἐρεύνας, ἐρευνητικός, Πλάτ. Μένωνι 81D· τινος ὁ αὐτ. Ἀξ. 366Β· περί τι ὁ αὐτ. Πολιτ. 528Β. 2) οἱ ζ. διάλογοι, διάλογοι τοῦ Πλάτωνος, ἐν οἷς ἐρευνᾶται ἡ ἀλήθεια, ἀντίθ. οἱ ὑφηγητικοί, Θράσυλλ. παρὰ Διογ. Λ. 3. 49· τὸ ζ. ἔχουσι πάντες οἱ τοῦ Σωκράτους λόγοι, ἀναφέρονται εἰς τὴν ζήτησιν τῆς ἀληθείας, Ἀριστ. Πολ. 2. 6, 6, πρβλ. Grote Πλάτ. 1. 169. 3) οἱ ζητητικοί, ὄνομα διδόμενον εἰς τοὺς σκεπτικοὺς ἢ ἐφεκτικοὺς φιλοσόφους, Διογ. Λ. 9. 69· ἡ ζητητική, τὸ φιλοσοφικὸν αὐτῶν σύστημα, αὐτόθι 70· ἡ ζ. ἀγωγὴ Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 7.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui aime ou est apte à rechercher, à examiner.
Étymologie: ζητέω.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ζητητικός, -ή, -όν) ζητητής
1. αυτός που έχει τάση για πνευματικές έρευνες
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Ζητητικοί
οι Σκεπτικοί φιλόσοφοι
3. το θηλ. η ζητητική
το φιλοσοφικό σύστημα τών ζητητικών, η Σκεπτική φιλοσοφία
αρχ.
1. (για διαλόγους) αυτός στον οποίο αναζητείται η αλήθεια («ὅ τε ὑφηγητικός, καὶ ὁ ζητητικός», Διογ. Λαέρ.)
2. (το ουδ.) τὸ ζητητικόν
η αναζήτηση της αλήθειας («τὸ ζητητικὸν ἔχουσι πάντες οἱ τοῡ Σωκράτους λόγοι», Αριστοτ.).
επίρρ...
ζητητικῶς (Α)
με τρόπο που αποσκοπεί στην ανεύρεση της αλήθειας.