θηγάνη: Difference between revisions
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
(Bailly1_3) |
(17) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> pierre à aiguiser;<br /><b>2</b> aiguillon.<br />'''Étymologie:''' [[θήγω]]. | |btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> pierre à aiguiser;<br /><b>2</b> aiguillon.<br />'''Étymologie:''' [[θήγω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θηγάνη]], ἡ (Α) [[θήγω]]<br /><b>1.</b> το [[ακόνι]]<br /><b>2.</b> [[παροξυσμός]], [[ερεθισμός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:17, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ,
A whetstone, A.Ag.1536 (lyr.), S.Aj.820: metaph., αἱματηρὰς θηγάνας incentives to bloodshed, A.Eu.859; θ. λάλης Luc. Lex.14:—also θήγανον, τό, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1206] ἡ, der Wetzstein; Aesch. Ag. 1518; σιδηροβρῶτι θηγάνῃ νεηκονὴς σφαγεύς Soph. Ai. 807; übertr., Aufreizung, σὺ δ' ἐν τόποισι τοῖς ἐμοῖς μὴ βάλῃς μήθ' αἱματηρὰς θηγάνας Aesch. Eum. 821; Luc. Lexiph. 14 τὸ γὰρ ἐρεσχελεῖν ἀλλήλους συχνάκις λάλης θηγάνη γίγνεται.
Greek (Liddell-Scott)
θηγάνη: ἡ, ἀκόνη, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1536, Σοφ. Αἴ. 820: μεταφ., αἱματηρὰς θηγάνας, παροτρύνσεις εἰς αἱματοχυσίαν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 859· θ. λάλης Λουκ. Λεξιφ. 14. ― ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει καὶ θήγανον, τό.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 pierre à aiguiser;
2 aiguillon.
Étymologie: θήγω.
Greek Monolingual
θηγάνη, ἡ (Α) θήγω
1. το ακόνι
2. παροξυσμός, ερεθισμός.