κακόνους: Difference between revisions

From LSJ

σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery

Source
(Bailly1_3)
 
(18)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ους, ουν :<br /><i>att. c.</i> [[κακόνοος]].
|btext=ους, ουν :<br /><i>att. c.</i> [[κακόνοος]].
}}
{{grml
|mltxt=-oυν (AM [[κακόνους]], -ουν και -οος, -οον, Α αττ. πληθ. κακόνοι)<br />αυτός που διάκειται εχθρικά [[προς]] κάποιον, [[εχθρικός]], [[δυσμενής]] («ὡς κακόνοι τινές εἰσιν ἐν ἡμῑν», <b>Αριστοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακονόως</i> και <i>κακόνως</i> (Α)<br />με [[δυσμένεια]], εχθρικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[νους]] (<span style="color: red;"><</span> [[νοῦς]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[υγρό]]-[[νους]], <i>φαιδρό</i>-[[νους]]].
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. κακόνοος.

Greek Monolingual

-oυν (AM κακόνους, -ουν και -οος, -οον, Α αττ. πληθ. κακόνοι)
αυτός που διάκειται εχθρικά προς κάποιον, εχθρικός, δυσμενής («ὡς κακόνοι τινές εἰσιν ἐν ἡμῑν», Αριστοφ.).
επίρρ...
κακονόως και κακόνως (Α)
με δυσμένεια, εχθρικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -νους (< νοῦς), πρβλ. υγρό-νους, φαιδρό-νους].