Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταφθατέομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
(Bailly1_3)
(5)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br /><i>seul. part. prés. Pass.</i><br />occuper d’avance.<br />'''Étymologie:''' καταφθάνω.
|btext=-οῦμαι;<br /><i>seul. part. prés. Pass.</i><br />occuper d’avance.<br />'''Étymologie:''' καταφθάνω.
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταφθᾰτέομαι:''' ([[φθάνω]];), [[αποκτώ]] την [[κυριαρχία]], την [[κυριότητα]] πράγματος, <i>γῆνκαταφθατουμένη</i>, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 23:44, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

καταφθᾰτέομαι: καταφθάνω, ταχέως ἀφικνοῦμαι, γῆν καταφθατουμένη Αἰσχύλ. Εὐμ. 398 (ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει «καταφθάνουσαν»), οὕτως ὁ Stanl. ἀντὶ τὴν καταφθατομένην, ἐκ τοῦ Ἡσυχ. ὅστις ἔχει «καταφθατουμένη· κατακτωμένη· κυρίως δὲ τὸ ἐκ προκαταλήψεως»· ὁ αὐτ. ἔχει ὡσαύτως: «φθατήσῃ· φθάσῃ»· καὶ «φθατήσει· φθάσει, κτήσεται» οὕτω τὸ κείμενον διορθωτέον).καταφθέγγομαι, ἀποθετ., ὁμιλῶ μεγαλοφώνως, Ἐπιφάν.·- ἐνεργητ., ἠχῶ, βροντῆς ἧς οὐδὲν μεῖζον καταφθέγγει Ὡραπόλλων.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
seul. part. prés. Pass.
occuper d’avance.
Étymologie: καταφθάνω.

Greek Monotonic

καταφθᾰτέομαι: (φθάνω;), αποκτώ την κυριαρχία, την κυριότητα πράγματος, γῆνκαταφθατουμένη, σε Αισχύλ.