κύαρ: Difference between revisions
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
(Bailly1_3) |
(22) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=αρος (τό) :<br />trou, trou d’une aiguille.<br />'''Étymologie:''' Bailly donne pour le gén. [[κύατος]] ; idée de rondeur, cf. [[κύω]], [[κύκλος]]. | |btext=αρος (τό) :<br />trou, trou d’une aiguille.<br />'''Étymologie:''' Bailly donne pour le gén. [[κύατος]] ; idée de rondeur, cf. [[κύω]], [[κύκλος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (Α [[κύαρ]], -ατος)<br />μικρή οπή, όπως η οπή της βελόνας («ῥάβδον λαβὼν κασσιτερίνην λεπτὴν ἐκ τοῡ ἑτέρου [[κύαρ]] ἔχουσαν», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> το βαθύτερο [[σημείο]] του ακουστικού πόρου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η οπή της στομίδας του χαλινού στην οποία προσαρμόζεται η γλωχίδα του παραγναθιδίου<br /><b>2.</b> η οπή του αναβολέα από την οποία διέρχεται η [[αρτάνη]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται σε τ. <i>κυFαρ</i> <span style="color: red;"><</span> IE <i>kuwr</i> «[[τρύπα]]» και συνδέεται με αβεστ. <i>s</i><i>ū</i><i>ra</i> «[[τρύπα]]», αρμ. <i>sor</i> «οπή, [[κοιλότητα]]», λατ. <i>cavus</i> «[[κοίλος]]», <i>caverna</i> «[[κοιλότητα]]» — [[είναι]] [[επίσης]] [[συγγενής]] με τις λ. [[κύλα]], [[κοῖλος]], [[κῶος]]. Η ύπαρξη του συνθέτου <i>ἔγ</i>-<i>κυαρ</i> «[[έγκυος]]» ενισχύει τη [[σύνδεση]] της λ. [[κύαρ]] με τη λ. [[κυέω]] για σημασιολογικούς λόγους]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A a hole, as the eye of a needle, etc., Hp.Morb.2.33, cf. Acut. (Sp.) 61; orifice of the ear, Poll.2.86.
German (Pape)
[Seite 1522] ατος, τό, Höhle, Loch, Nadelöhr, Hippocr.; innere Oeffnung des Ohres, Poll. 2, 86.
Greek (Liddell-Scott)
κύᾰρ: -ᾰρος, ὁ, (κύω) ὀπή, ὡς ἡ τῆς βελόνης κτλ., Ἱππ. 471. 52· κ. βελόνης ὁ αὐτ. ἐν 406. 42· τὸ ἐντὸς τοῦ τρυπήματος τοῦ ὠτὸς μέρος, Πολυδ. Β΄, 86.
French (Bailly abrégé)
αρος (τό) :
trou, trou d’une aiguille.
Étymologie: Bailly donne pour le gén. κύατος ; idée de rondeur, cf. κύω, κύκλος.
Greek Monolingual
το (Α κύαρ, -ατος)
μικρή οπή, όπως η οπή της βελόνας («ῥάβδον λαβὼν κασσιτερίνην λεπτὴν ἐκ τοῡ ἑτέρου κύαρ ἔχουσαν», Ιπποκρ.)
2. το βαθύτερο σημείο του ακουστικού πόρου
νεοελλ.
1. η οπή της στομίδας του χαλινού στην οποία προσαρμόζεται η γλωχίδα του παραγναθιδίου
2. η οπή του αναβολέα από την οποία διέρχεται η αρτάνη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται σε τ. κυFαρ < IE kuwr «τρύπα» και συνδέεται με αβεστ. sūra «τρύπα», αρμ. sor «οπή, κοιλότητα», λατ. cavus «κοίλος», caverna «κοιλότητα» — είναι επίσης συγγενής με τις λ. κύλα, κοῖλος, κῶος. Η ύπαρξη του συνθέτου ἔγ-κυαρ «έγκυος» ενισχύει τη σύνδεση της λ. κύαρ με τη λ. κυέω για σημασιολογικούς λόγους].