κύπρος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)

Source
(Bailly1_3)
(22)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br />cyprus <i>ou</i> henné, <i>plante odorante, à Chypre, en Syrie, en Égypte</i>.<br />'''Étymologie:''' [[Κύπρος]].
|btext=ου (ἡ) :<br />cyprus <i>ou</i> henné, <i>plante odorante, à Chypre, en Syrie, en Égypte</i>.<br />'''Étymologie:''' [[Κύπρος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κύπρος]], ἡ (AM)<br />το [[δένδρο]] λαουσονία η [[άοπλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[κύπρινον]] («τῆς κύπρου ἡ [[ἐργασία]] παραπλησία τῇ τοῡ ροδίνου», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> [[μέτρο]] σιτηρών<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κεφάλαιον]] ἀριθμοῡ».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. με τη σημ. «[[δένδρο]] λαουσονία η [[άοπλος]]» [[είναι]] [[προφανώς]] δάνεια, σημιτ. προελεύσεως (<b>[[πρβλ]].</b> εβρ. <i>koper</i>)<br />με τη σημ. «[[μέτρο]] σιτηρών» η λ. [[είναι]] άγνωστης ετυμολ. και παραμένει αβέβαιη η [[υπόθεση]] ότι [[είναι]] σημιτ. προελεύσεως].
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύπρος Medium diacritics: κύπρος Low diacritics: κύπρος Capitals: ΚΥΠΡΟΣ
Transliteration A: kýpros Transliteration B: kypros Transliteration C: kypros Beta Code: ku/pros

English (LSJ)

ἡ,

   A henna, Lawsonia inermis, LXX Ca.1.14, AP4.1.42 (Mel.), Dsc.1.95, J.BJ4.8.3.    2 = κύπρινον μύρον, Thphr.Od.25, PPetr.2p.114 (iii B.C.), etc.    II a measure of corn, Alc.141, SIG302 (Gambreum, iv B.C.), Rev.Ét.Gr.19.237 (Aphrod.).    2 = κεφάλαιον ἀριθμοῦ, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1534] (s. nom. pr.), ἡ, ein auf der Insel Cyprus häufig wachsender Baum, mit Blättern, denen des Oelbaums ähnlich, aus dessen weißer Blüthe ein wohlriechendes Oel gemacht wurde, Diosc. – Nach Hesych. auch ein Getreidemaaß, zwei modii haltend; vgl. Poll. 4, 169 u. 10, 113 aus Alcaeus.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
cyprus ou henné, plante odorante, à Chypre, en Syrie, en Égypte.
Étymologie: Κύπρος.

Greek Monolingual

κύπρος, ἡ (AM)
το δένδρο λαουσονία η άοπλος
αρχ.
1. το κύπρινον («τῆς κύπρου ἡ ἐργασία παραπλησία τῇ τοῡ ροδίνου», Θεόφρ.)
2. μέτρο σιτηρών
3. (κατά τον Ησύχ.) «κεφάλαιον ἀριθμοῡ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «δένδρο λαουσονία η άοπλος» είναι προφανώς δάνεια, σημιτ. προελεύσεως (πρβλ. εβρ. koper)
με τη σημ. «μέτρο σιτηρών» η λ. είναι άγνωστης ετυμολ. και παραμένει αβέβαιη η υπόθεση ότι είναι σημιτ. προελεύσεως].