λυσιτόκος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain

Sophocles, Antigone, 221-2
(Bailly1_3)
(23)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=[ῡῐ] ος, ον :<br />dont le petit <i>ou</i> dont l’œuf est sorti OPP <i>C.</i> 3.128.<br />'''Étymologie:''' [[λύω]], [[τόκος]].
|btext=[ῡῐ] ος, ον :<br />dont le petit <i>ou</i> dont l’œuf est sorti OPP <i>C.</i> 3.128.<br />'''Étymologie:''' [[λύω]], [[τόκος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λυσιτόκος]], -ον (Α)<br />αυτός που απαλλάσσει από τις [[ωδίνες]] του τοκετού («[[λυσιτόκος]] [[θέαινα]]», <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λυσι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τοκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κουρο</i>-[[τόκος]], <i>πρωτο</i>-[[τόκος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡσῐτόκος Medium diacritics: λυσιτόκος Low diacritics: λυσιτόκος Capitals: ΛΥΣΙΤΟΚΟΣ
Transliteration A: lysitókos Transliteration B: lysitokos Transliteration C: lysitokos Beta Code: lusito/kos

English (LSJ)

ον,

   A loosing the pains of child-birth, θέαινα Nonn.D.41.166.    II Pass. λῡσίτοκος, set free by birth, θάλαμοι λ., i.e. eggs that have been laid, Opp.C.3.128.

Greek (Liddell-Scott)

λῡσιτόκος: -ον, λύουσα τοὺς πόνους ἢ τὰς ὠδῖνας τοῦ τοκετοῦ, θέαινα Νόνν. Δ. 41. 166. ΙΙ. Παθ., λῡσίτοκος, ἀπελευθερωθεὶς διὰ τοῦ τοκετοῦ, θάλαμοι λ., δηλ. ᾠὰ τεχθέντα, Ὀππ. Κυν. 3. 128.

French (Bailly abrégé)

[ῡῐ] ος, ον :
dont le petit ou dont l’œuf est sorti OPP C. 3.128.
Étymologie: λύω, τόκος.

Greek Monolingual

λυσιτόκος, -ον (Α)
αυτός που απαλλάσσει από τις ωδίνες του τοκετού («λυσιτόκος θέαινα», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + -τοκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. κουρο-τόκος, πρωτο-τόκος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].