λοπαδαρπαγίδης: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
(Bailly1_3) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui pille les plats, goinfre.<br />'''Étymologie:''' [[λοπάς]], [[ἁρπάζω]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />qui pille les plats, goinfre.<br />'''Étymologie:''' [[λοπάς]], [[ἁρπάζω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λοπᾰδαρπᾰγίδης:''' -ου, ὁ ([[ἁρπάζω]]), αυτός που αρπάζει τα (γεμάτα [[φαγητό]]) πιάτα, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A dishsnatcher, Epigr. ap. Hegesand.1.
Greek (Liddell-Scott)
λοπᾰδαρπᾰγίδης: -ου, ὁ, ὁ ἁρπάζων τὰς (πλήρεις φαγητοῦ) λοπάδας, Ἀνθ. Π. Παράρτ. 288.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui pille les plats, goinfre.
Étymologie: λοπάς, ἁρπάζω.
Greek Monotonic
λοπᾰδαρπᾰγίδης: -ου, ὁ (ἁρπάζω), αυτός που αρπάζει τα (γεμάτα φαγητό) πιάτα, σε Ανθ.