Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μητροφόντης: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[μητροφόνος]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[μητροφόνος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μητροφόντης]], ὁ (Α)<br />[[μητροφόνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φόντης]] (<span style="color: red;"><</span> [[θείνω]] «[[φονεύω]]» κατ' [[επίδραση]] του [[φόνος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ανδρο</i>-[[φόντης]], <i>πατρο</i>-[[φόντης]].
}}
}}

Revision as of 07:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητροφόντης Medium diacritics: μητροφόντης Low diacritics: μητροφόντης Capitals: ΜΗΤΡΟΦΟΝΤΗΣ
Transliteration A: mētrophóntēs Transliteration B: mētrophontēs Transliteration C: mitrofontis Beta Code: mhtrofo/nths

English (LSJ)

ου, ὁ, = foreg., E.Or.479,1587, Andr.999, Arist.Rh. 1405b22.

German (Pape)

[Seite 180] ὁ, dasselbe, Eur. Or. 1587 Andr. 1000.

Greek (Liddell-Scott)

μητροφόντης: ὁ, = μητροφόνος, Εὐρ. Ὀρ. 497, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 14.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. μητροφόνος.

Greek Monolingual

μητροφόντης, ὁ (Α)
μητροφόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -φόντης (< θείνω «φονεύω» κατ' επίδραση του φόνος), πρβλ. ανδρο-φόντης, πατρο-φόντης.