μάννος: Difference between revisions

From LSJ

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source
(Bailly1_3)
(24)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />collier.<br />'''Étymologie:''' DELG -.<br /><i><b>Syn.</b></i> δεράγκη, [[δέραιον]], [[ἕρμα]], [[ἴσθμιον]], [[μαλάκιον]], [[μηνίσκος]], [[ὅρμος]], [[περιδέραιον]], [[περιτραχήλιον]], [[πλόκιον]], στρεπτά, [[σφιγγίον]].
|btext=ου (ὁ) :<br />collier.<br />'''Étymologie:''' DELG -.<br /><i><b>Syn.</b></i> δεράγκη, [[δέραιον]], [[ἕρμα]], [[ἴσθμιον]], [[μαλάκιον]], [[μηνίσκος]], [[ὅρμος]], [[περιδέραιον]], [[περιτραχήλιον]], [[πλόκιον]], στρεπτά, [[σφιγγίον]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μάννος]] και [[μόννος]], ὁ (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) [[περιδέραιο]], περιτραχήλιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για συντετμημένο τ. της λ. [[μανιάκης]]].
}}
}}

Revision as of 07:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάννος Medium diacritics: μάννος Low diacritics: μάννος Capitals: ΜΑΝΝΟΣ
Transliteration A: mánnos Transliteration B: mannos Transliteration C: mannos Beta Code: ma/nnos

English (LSJ)

also μόννος, ὁ,

   A necklace, Dor. word, Poll.5.99; μάννος, glossed μανιάκιον, Sch.Theoc.11.41.

German (Pape)

[Seite 93] ὁ, Schol. Theocr. 11, 40, auch μάνος u. μόννος, vgl. monile, μανιάκης u. μαννάκιον, Halsband, dor. nach Poll. 5, 99.

Greek (Liddell-Scott)

μάννος: ἢ μάνος, ὁ, Λατ. monile, περιδέραιον, Δωρ. λέξ., Πολυδ. Ε΄, 99· Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 11. 41.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
collier.
Étymologie: DELG -.
Syn. δεράγκη, δέραιον, ἕρμα, ἴσθμιον, μαλάκιον, μηνίσκος, ὅρμος, περιδέραιον, περιτραχήλιον, πλόκιον, στρεπτά, σφιγγίον.

Greek Monolingual

μάννος και μόννος, ὁ (Α)
(δωρ. τ.) περιδέραιο, περιτραχήλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συντετμημένο τ. της λ. μανιάκης].