προσγράφω: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
(Bailly1_4)
(eksahir)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> inscrire en outre : τινα [[τῇ]] βουλῇ PLUT ajouter qqn à la liste du sénat;<br /><b>2</b> inscrire au compte de : [[τῇ]] τύχῃ PLUT imputer qch à la fortune;<br /><b>3</b> τὸ προσγεγραμμένον l’iota souscrit.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[γράφω]].
|btext=<b>1</b> inscrire en outre : τινα [[τῇ]] βουλῇ PLUT ajouter qqn à la liste du sénat;<br /><b>2</b> inscrire au compte de : [[τῇ]] τύχῃ PLUT imputer qch à la fortune;<br /><b>3</b> τὸ προσγεγραμμένον l’iota souscrit.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[γράφω]].
}}
{{eles
|esgtx=[[escribir además]]
}}
}}

Revision as of 10:32, 22 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσγρᾰφω Medium diacritics: προσγράφω Low diacritics: προσγράφω Capitals: ΠΡΟΣΓΡΑΦΩ
Transliteration A: prosgráphō Transliteration B: prosgraphō Transliteration C: prosgrafo Beta Code: prosgra/fw

English (LSJ)

Dor. ποτι- Berl.Sitzb.1927.8 (Locris, v B.C.), ποι- SIG56.46 (Argos, v B.C.):—

   A write besides, add in writing, And.3.40, IG12(2).645.50 (Nesus), PCair.Zen.696.9 (iii B.C.), SIG723.20 (Rhodes, ii/i B.C., ποτι-), al.; εἴ τι προσγράψαι ἢ ἀπαλεῖψαι ἐβουλήθη D.46.11; π. τῷ τῆς αἰτίας ὀνόματι τιμωρίαν Id.23.26; προσγράψαι πρὸς τὸν ὅρκον τὸν τῆς βουλῆς Supp.Epigr.3.713.11 (Lex Attica, v B.C.):—Pass., τὰ προσγεγραμμένα conditions added to a treaty, X.HG7.1.37; προσγραφῆναι εἰς στήλην Lys.13.72: Gramm., to be added in writing (instead of being omitted), τὸ ῑ (sc. in νῶι) προσγεγράψεται A.D.Pron.87.10, cf. D.T.639.14.    2 add to a list of persons, enrol, register, π. τινὰ τῇ βουλῇ, τῇ πολιτείᾳ, Plu.Publ.21, Num.8; π. τοὺς εὐνούχους εἰς τὰ τῶν σωφρονούντων ἤθη Philostr.VA1.33:—Med., cause to be registered besides, Is.10.2, D.22.71; register, enrol oneself, πρὸς φυλὴν προσγράψασθαι ὁποίαν ἂν βούλωνται IG12(5).821.11 (Tenos), cf. 825.26 (ibid.), SIG645.60 (Byzantium, ii B.C., ποτι-):—Pass., ποτιγραφῆμεν ποθ' ἅν κα θέλῃ τᾶν ἑκατοστύων IPE12.79.29 (Olbia, i A.D.); οἱ προσγεγραμμένοι LXX Da.3.3: but, of property, to be marked for confiscation, εἰ προσγραφήσεται τὰ ἐμά Astramps. Orac. 82p.6H. (leg. προγρ-).    3 ascribe, attribute, τὰ ἴδια τοῦ ἀσωμάτου τοῖς σώμασι Porph.Sent.33.    4 prescribe, σκορπιοπλήκτοις προσγέγραπται Philum.Ven.14.8.    II paint together with or beside, τοὺς ποταμίους τῶν ἵππων τῷ Νείλῳ Philostr.Im.1.5, cf. Palaeph.45:—Pass., Philostr.Im. 1.16.

German (Pape)

[Seite 754] hinzu-, dabeischreiben; Plat. Ep. III, 316 a; τῷ τῆς αἰτίας ὀνόματι τιμωρίαν, Dem. 23, 26, u. öfter; Ggstz von ἀπαλείφω, 46, 11; auch im med., μὴ προσγραψάμενος τὴν αὐτὴν φυλακήν, 22, 71; Folgde; auch zuschreiben, zueignen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσγράφω: [ᾰ], μέλλ. -ψω, γράφω προσέτι, προσθέτω διὰ γραφῆς, Ἀνδοκ. 28. 32· ἄν τι προσγράψαι βουληθῇ ἢ ἀπαλείψαι Δημ. 1132. 14· πρ. τιμωρίαν ὀνόματι τῆς αἰτίας ὁ αὐτ. 629. 1· πρ. τινὰ τῇ βουλῇ τῇ πολιτείᾳ Πλουτ. Ποπλικ. 21, κτλ.· ― τὰ προσγεγραμμένα, ὅροι προστιθέμενοι εἰς συνθήκην τινά, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 37· προσγραφῆναι εἰς στήλην Λυσί. 136. 31· πρὸς φυλὴν προσγαφῆναι ὁποίαν ἂν βούλωνται Συλλ. Ἐπιγρ. 2330. 11., 2333, πρβλ. 2060. 29· ― Μεσ., ἐνεργῶ ὥστε νὰ ἐγγραφῇ τις προσέτι, Ἰσαῖ. 79. 11, Δημ. 615. 24.

French (Bailly abrégé)

1 inscrire en outre : τινα τῇ βουλῇ PLUT ajouter qqn à la liste du sénat;
2 inscrire au compte de : τῇ τύχῃ PLUT imputer qch à la fortune;
3 τὸ προσγεγραμμένον l’iota souscrit.
Étymologie: πρός, γράφω.

Spanish

escribir además