ξηραλοιφέω: Difference between revisions
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
(Bailly1_3) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />se frotter d’huile à sec (<i>càd</i> sans s’être baigné) comme les athlètes.<br />'''Étymologie:''' [[ξηρός]], [[ἀλοιφή]]. | |btext=-ῶ :<br />se frotter d’huile à sec (<i>càd</i> sans s’être baigné) comme les athlètes.<br />'''Étymologie:''' [[ξηρός]], [[ἀλοιφή]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ξηρᾰλοιφέω:''' ([[ἀλείφω]]), [[κυρίως]] [[αλείφω]] στεγνή [[επιδερμίδα]] με [[λάδι]], [[χωρίς]] να έχει προηγηθεί η [[χρήση]] λουτρού, προκειμένου να μαλακώσουν τα [[μέλη]] του σώματος· [[τεχνικός]] όρος των παλαιστών, σε Νόμ. [[παρά]] Πλουτ., σε Αισχίν. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:32, 31 December 2018
English (LSJ)
(ἀλείφω)
A rub dry with oil, of wrestlers, LexSolonis ap.Plu.Sol.I (cf. Aeschin.1.138), S.Fr.494, Plu.2.152d, Philostr. Gym.58, D.C.77.11 ; opp. χυτλοῦσθαι, Gal.11.532.
German (Pape)
[Seite 279] eigtl. trocken salben, ein Ausdruck aus der Kunstsprache der Ringer, vom Einreiben des Leibes mit Oel ohne Wasser, welches vor dem Anfange der Leibesübungen geschah, um die Glieder geschmeidig zu machen, Soph. frg. 437; vgl. VLL., bes. Harpocr.; Aesch. 1, 138 führt ein Gesetz an δοῦλον μὴ γυμνάζεσθαι μηδὲ ξηραλοιφεῖν ἐν ταῖς παλαίστραις; vgl. Plut. Sol. 1; Luc. Lexiphan. 4.
Greek (Liddell-Scott)
ξηρᾰλοιφέω: (ἀλείφω) κυρίως ἀλείφω ἁπλῶς δι’ ἐλαίου, ἤτοι μόνον δι’ ἐλαίου, τεχνικὸς ὅρος παρὰ τοῖς παλαισταῖς, οἵτινες ἠλείφοντο δι’ ἐλαίου χωρὶς νὰ λουσθῶσιν, ὅπως καταστήσωσι τὰ μέλη των μαλακά, Νόμοι Σόλωνος ἐν Πλουτ. Σόλ. 1, Σοφ. Ἀποσπ. 437, Αἰσχίν. 19. 25· ἐντεῦθεν, τὸ ξηραλοιφεῖν ἐσήμαινε τὸ ἀσχολεῖσθαι εἰς ἀθλητικὰς ἀσκήσεις, Πλούτ. 2. 152D, ἔνθα ἴδε Wyttenb.· - κατὰ τὸν Γαλην. 13. 55, τὸ ξηραλοιφεῖν ἐγίνετο διὰ μόνου ἐλαίου, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ χυτλοῦσθαι, ὅπερ ἐσήμαινεν ἀλείφεσθαι δι’ ἐλαίου μεμιγμένου μεθ’ ὕδατος. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 274, 282.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
se frotter d’huile à sec (càd sans s’être baigné) comme les athlètes.
Étymologie: ξηρός, ἀλοιφή.
Greek Monotonic
ξηρᾰλοιφέω: (ἀλείφω), κυρίως αλείφω στεγνή επιδερμίδα με λάδι, χωρίς να έχει προηγηθεί η χρήση λουτρού, προκειμένου να μαλακώσουν τα μέλη του σώματος· τεχνικός όρος των παλαιστών, σε Νόμ. παρά Πλουτ., σε Αισχίν.