οἴ: Difference between revisions
Λάβε πρόνοιαν τοῦ προσήκοντος βίου → Curanda res est, ex decoro vivere → Dass du geziemend lebest, dafür sorge vor
(Bailly1_4) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>interj. marquant la douleur, rar. la joie ou l’admiration</i>;<br />ah ! : οἲ [[ἐγώ]] ESCHL, [[οἴ]] μοι <i>ou mieux</i> [[οἴμοι]] <i>(v. ce mot)</i> hélas ! malheureux que je suis ! [[οἰοῖ]] <i>ou</i> [[οἰοῖ]] [[οἰοῖ]], hélas ! hélas !. | |btext=<i>interj. marquant la douleur, rar. la joie ou l’admiration</i>;<br />ah ! : οἲ [[ἐγώ]] ESCHL, [[οἴ]] μοι <i>ou mieux</i> [[οἴμοι]] <i>(v. ce mot)</i> hélas ! malheureux que je suis ! [[οἰοῖ]] <i>ou</i> [[οἰοῖ]] [[οἰοῖ]], hélas ! hélas !. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''οἴ:''' επιφών. πόνου, λύπης, οίκτου, έκπληξης, αχ! πω πω!, Λατ. [[heu]]! [[vae]]!, μερικές φορές με ονομ., <i>οἴ 'γώ</i>, σε Σοφ.· [[κυρίως]] με δοτ., βλ. [[οἴμοι]]· με αιτ., <i>οἲ ἐμὲ δειλήν</i>, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:45, 31 December 2018
English (LSJ)
exclam. of pain, grief, pity, astonishment,
A ah! woe! sts. with nom., οἲ' γώ S.Aj.803, El.674, 1115 : mostly c. dat. (cf. οἴμοι): c. acc., οἲ ἐμὲ δειλήν AP9.408 (Apollonid. or Antip.), cf. IG14.1971.5 : also οἰοῖ, οἰοιοῖ, A.D.Adv.177.4, cf. A.Eu.841, Supp.876, Pers.955 (all lyr.), etc. : Ion. ὀΐ as exclam. of fear, Ar.Pax933.
Greek (Liddell-Scott)
οἴ: ἐπιφώνημα ἄλγους, λύπης, οἴκτου, ἐκπλήξεως, ἄχ! Λατιν. heu! vae! ἐνίοτε μετ’ ὀνομ., οἴ ’γώ, Σοφ. Αἴ. 803, Ἠλ. 674, 1115· οἴ .. μῆτερ Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 565. 5· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον μετὰ δοτ., ἴδε ἐν λ. οἴμοι· μετ’ αἰτ. οἴ ἐμὲ δειλὴν Ἀνθ. Π. 9. 408· - Συχνάκις διπλασιάζεται καὶ τριπλασιάζεται, ὅτε ἔπρεπε νὰ φέρηται, οἰοῖ, οἰοιοῖ, κατὰ τοὺς παλαιοὺς γραμμ.· ἀλλ’ ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. τῶν Τραγ. καὶ Κωμ. φέρεται συνεχῶς οἲ οἴ, οἲ οἲ οἴ, ἴδε Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 258. (Ἐκ τοῦ οἲ παράγονται αἱ λέξεις οἴζω, ὀϊζύς, ὀϊζυρός, οἶτος, οἶκτος, οἰκτρός).
French (Bailly abrégé)
interj. marquant la douleur, rar. la joie ou l’admiration;
ah ! : οἲ ἐγώ ESCHL, οἴ μοι ou mieux οἴμοι (v. ce mot) hélas ! malheureux que je suis ! οἰοῖ ou οἰοῖ οἰοῖ, hélas ! hélas !.
Greek Monotonic
οἴ: επιφών. πόνου, λύπης, οίκτου, έκπληξης, αχ! πω πω!, Λατ. heu! vae!, μερικές φορές με ονομ., οἴ 'γώ, σε Σοφ.· κυρίως με δοτ., βλ. οἴμοι· με αιτ., οἲ ἐμὲ δειλήν, σε Ανθ.