ξανθοχίτων: Difference between revisions

From LSJ

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source
(Bailly1_3)
(27)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ωνος (ὁ, ἡ)<br />qui a une écorce jaune.<br />'''Étymologie:''' [[ξανθός]], [[χιτών]].
|btext=ωνος (ὁ, ἡ)<br />qui a une écorce jaune.<br />'''Étymologie:''' [[ξανθός]], [[χιτών]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ξανθοχίτων]], -ωνος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει ξανθό εξωτερικό [[περίβλημα]], ξανθό φλοιό, ξανθό χιτώνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξανθός]] <span style="color: red;">+</span> [[χιτών]] (<b>πρβλ.</b> <i>λευκο</i>-<i>χίτων</i>)].
}}
}}

Revision as of 11:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξανθοχίτων Medium diacritics: ξανθοχίτων Low diacritics: ξανθοχίτων Capitals: ΞΑΝΘΟΧΙΤΩΝ
Transliteration A: xanthochítōn Transliteration B: xanthochitōn Transliteration C: ksanthochiton Beta Code: canqoxi/twn

English (LSJ)

[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ,

   A with yellow coat, ῥοιή AP6.102 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 275] ωνος, mit goldgelbem Kleide, goldgelber Schaale, ῥοιή, Philp. 20 (VI, 102).

Greek (Liddell-Scott)

ξανθοχίτων: -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ξανθὸν χιτῶνα, ξανθὸν φλοιόν, ῥοιὴ Ἀνθ. Π. 6. 102.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ, ἡ)
qui a une écorce jaune.
Étymologie: ξανθός, χιτών.

Greek Monolingual

ξανθοχίτων, -ωνος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει ξανθό εξωτερικό περίβλημα, ξανθό φλοιό, ξανθό χιτώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + χιτών (πρβλ. λευκο-χίτων)].