ὁμόδρομος: Difference between revisions

From LSJ

Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt

Menander, Monostichoi, 322
(Bailly1_4)
(28)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />dont la course est la même <i>ou</i> aussi rapide.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[δραμεῖν]].
|btext=ος, ον :<br />dont la course est la même <i>ou</i> aussi rapide.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[δραμεῖν]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁμόδρομος]], -ον)<br />αυτός που συμβαδίζει ή τρέχει [[μαζί]] με καποιον [[άλλο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> (για [[φυλλοταξία]]) αυτή που ακολουθεί την [[ίδια]] [[κατεύθυνση]]<br /><b>2.</b> (για μοχλό) αυτός στον οποίο η [[αντίσταση]] και η [[δύναμη]] εφαρμόζονται στον ίδιο μοχλοβραχίονα σε [[σχέση]] με το [[υπομόχλιο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὁμοδρόμως</i> (Μ)<br />(για [[ουράνιο]] [[σώμα]]) στην [[ίδια]] [[τροχιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δρομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>δρομος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόδρομος Medium diacritics: ὁμόδρομος Low diacritics: ομόδρομος Capitals: ΟΜΟΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: homódromos Transliteration B: homodromos Transliteration C: omodromos Beta Code: o(mo/dromos

English (LSJ)

ον,

   A running the same course with, τῷ ἡλίῳ Pl.Epin.987b, cf. Plu.2.1029b : c. gen., Nonn.D.1.250 : abs., πορείη ib.48.318. Adv. -μως Tz.H.10.537.

German (Pape)

[Seite 334] zusammenlaufend, denselben Lauf ha-bend, ἡλίῳ, Plat. Epin. 987 b.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόδρομος: -ον, ὁ τρέχων ὁμοῦ μετά τινος, τῷ ἡλίῳ Πλάτ. Ἐπινομ. 987Β, πρβλ. Πλούτ. 2. 1029Α. ― Ἐπίρρ. -μως, Τζέτζ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont la course est la même ou aussi rapide.
Étymologie: ὁμός, δραμεῖν.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁμόδρομος, -ον)
αυτός που συμβαδίζει ή τρέχει μαζί με καποιον άλλο
νεοελλ.
1. βοτ. (για φυλλοταξία) αυτή που ακολουθεί την ίδια κατεύθυνση
2. (για μοχλό) αυτός στον οποίο η αντίσταση και η δύναμη εφαρμόζονται στον ίδιο μοχλοβραχίονα σε σχέση με το υπομόχλιο.
επίρρ...
ὁμοδρόμως (Μ)
(για ουράνιο σώμα) στην ίδια τροχιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -δρομος (< δρόμος), πρβλ. πολύ-δρομος].