ὀργιαστικός: Difference between revisions
From LSJ
Sophocles, Antigone, 523
(Bailly1_4) |
(29) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui se plaît aux mystères, aux orgies ; porté à l’enthousiasme, inspiré.<br />'''Étymologie:''' [[ὀργιάζω]]. | |btext=ή, όν :<br />qui se plaît aux mystères, aux orgies ; porté à l’enthousiasme, inspiré.<br />'''Étymologie:''' [[ὀργιάζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ὀργιαστικός]], -ή, -όν) [[οργιάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όργια, σε ακολασίες ή σε οργιαστές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σχετικός]] με την [[τελετή]] τών θρησκευτικών οργίων<br /><b>2.</b> [[διεγερτικός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for ὄργια, exciting, οὐκ ἔστιν ὁ αὐλὸς ἠθικόν, ἀλλὰ . . ὀργιαστικόν Arist.Pol.1341a22 ; ὀ. καὶ παθητικά ib.1342b3.
German (Pape)
[Seite 370] die Feier der Orgien betreffend, enthusiastisch, begeistert, Arist. pol. 8, 6 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀργιαστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὄργια, διεγερτικός, οὐκ ἔστιν ὁ αὐλὸς ἠθικόν, ἀλλὰ ... ὀργιαστικὸν Ἀριστ. Πολιτικ. 9. 6, 9· ὀργ. καὶ παθητικὰ αὐτόθι 8. 7, 9.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui se plaît aux mystères, aux orgies ; porté à l’enthousiasme, inspiré.
Étymologie: ὀργιάζω.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ὀργιαστικός, -ή, -όν) οργιάζω
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όργια, σε ακολασίες ή σε οργιαστές
αρχ.
1. σχετικός με την τελετή τών θρησκευτικών οργίων
2. διεγερτικός.