ὁμόνοος: Difference between revisions
Φιλόπονος ἴσθι καὶ βίον κτήσῃ καλόν → Si non laboris te piget, vives bene → Sei arbeitsam, dann hast du reichlich Lebensgut
(Bailly1_4) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οος, οον;<br />de même sentiment.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[νόος]]. | |btext=οος, οον;<br />de même sentiment.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[νόος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὁμόνοος:''' -ον, συνηρ. -[[νους]], -ουν, αυτός που έχει την [[ίδια]] [[γνώμη]], [[ομόγνωμος]], Λατ. [[concors]]· επίρρ. <i>-νόως</i>, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, contr. ὁμό-νους, ουν,
A of one mind, united, Democr.255, Poll.6.155. Adv. -νόως X.Cyr.6.4.15, Ages.1.37, D.L.4.22.
German (Pape)
[Seite 338] zsgzgn -νους, ουν, gleichgesinnt, gleiche Gedanken, Ansichten habend, Sp. – Adv. ὁμονόως, einmüthig, einträchtig, Xen. Cyr. 6, 4, 15 Ages. 1, 37 u. Sp., vgl. Lob. Phryn. 142.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόνοος: -ον, συνῃρ. νους, νουν, ὁ ἔχων τὸν αὐτὸν νοῦν, σύμφωνος, Λατ. concors, Πολυδ. Ϛ΄, 155. Ἐπίρρ. -νόως, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 15, Ἀγησ. 1, 37· περὶ τοῦ τύπου τούτου ἴδε Λοβ. Φρύν. 142. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 172.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
de même sentiment.
Étymologie: ὁμός, νόος.
Greek Monotonic
ὁμόνοος: -ον, συνηρ. -νους, -ουν, αυτός που έχει την ίδια γνώμη, ομόγνωμος, Λατ. concors· επίρρ. -νόως, σε Ξεν.