παραγκάλισμα: Difference between revisions

From LSJ

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source
(Bailly1_4)
(30)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />ce qu’on tient embrassé.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἀγκαλίζομαι]].
|btext=ατος (τό) :<br />ce qu’on tient embrassé.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἀγκαλίζομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=το, Α [[παραγκαλίζομαι]]<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτό που παίρνει [[κανείς]] στην [[αγκαλιά]] του<br /><b>2.</b> (για σύζυγο ή για ερωμένη) [[καθετί]] το αγαπητό και προσφιλές.
}}
}}

Revision as of 12:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραγκᾰλισμα Medium diacritics: παραγκάλισμα Low diacritics: παραγκάλισμα Capitals: ΠΑΡΑΓΚΑΛΙΣΜΑ
Transliteration A: parankálisma Transliteration B: parankalisma Transliteration C: paragkalisma Beta Code: paragka/lisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is taken into the arms, darling, of mistress or wife, S. Ant.650, Lyc.113.

German (Pape)

[Seite 474] τό, das, was man in die Arme nimmt, Gegenstand der Umarmung, Geliebte, Soph. Ant. 646; vgl. Lycophr. 113.

Greek (Liddell-Scott)

παραγκάλισμα: τό, τὸ ἐν ἀγκάλαις λαμβανόμενον, ἀγαπητόν τι καὶ προσφιλές, ἐρωμένη ἢ σύζυγος, Σοφ. Ἀντ. 650· ὅθεν παρέλαβε τὴν λέξιν ὁ Λυκόφρ. 113, καὶ διώρθωσεν ὁ Δινδ. ἐν Εὐρ. Ἑλ. 242 (χάριν τοῦ μέτρου) ἀντὶ ὑπαγκάλισμα.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ce qu’on tient embrassé.
Étymologie: παρά, ἀγκαλίζομαι.

Greek Monolingual

το, Α παραγκαλίζομαι
(ποιητ. τ.)
1. αυτό που παίρνει κανείς στην αγκαλιά του
2. (για σύζυγο ή για ερωμένη) καθετί το αγαπητό και προσφιλές.