πανίμερος: Difference between revisions

From LSJ

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source
(Bailly1_4)
(30)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui est tout désir, plein d’amour.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[ἵμερος]].
|btext=ος, ον :<br />qui est tout désir, plein d’amour.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[ἵμερος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> εξαιρετικά [[αξιέραστος]], πολύ [[αγαπητός]]<br /><b>2.</b> αυτός που φλέγεται από [[επιθυμία]], που επιθυμεί σφοδρά [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἵμερος]] «[[πόθος]], [[επιθυμία]]» (<b>πρβλ.</b> <i>εφ</i>-[[ίμερος]])].
}}
}}

Revision as of 12:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνίμερος Medium diacritics: πανίμερος Low diacritics: πανίμερος Capitals: ΠΑΝΙΜΕΡΟΣ
Transliteration A: panímeros Transliteration B: panimeros Transliteration C: panimeros Beta Code: pani/meros

English (LSJ)

[ῑ], ον,

   A all-lovely, prob. in Man.5.78.    II burning with desire, ardent, prob. in S.Tr.660 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 460] ganz, sehr ersehnt, reizend; Christod. ecphr. 169; Maneth. 5, 78.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνίμερος: -ον, ὅλως ἐράσμιος, ἀγαπητός, Ἀνθολ. Π. 2. 169, πιθαν. γραφὴ παρὰ Μανέθωνι 5. 78. ΙΙ. ὁ πλήρης ἐπιθυμίας, φλεγόμενος ὑπὸ ἐπιθυμίας, σφόδρα ἐπιθυμῶν, ὅρα πανήμερος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est tout désir, plein d’amour.
Étymologie: πᾶν, ἵμερος.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. εξαιρετικά αξιέραστος, πολύ αγαπητός
2. αυτός που φλέγεται από επιθυμία, που επιθυμεί σφοδρά κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἵμερος «πόθος, επιθυμία» (πρβλ. εφ-ίμερος)].