περιέλευσις: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action d’aller autour.<br />'''Étymologie:''' περιελεύσομαι, <i>f. de</i> [[περιέρχομαι]].
|btext=εως (ἡ) :<br />action d’aller autour.<br />'''Étymologie:''' περιελεύσομαι, <i>f. de</i> [[περιέρχομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=-εύσεως, ἡ, Α<br /><b>1.</b> το να περιέρχεται [[κανείς]] σε ένα [[μέρος]], να μετακινείται από [[σημείο]] σε [[σημείο]]<br /><b>2.</b> η [[περίοδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἔλευσις]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἐλεύθ</i>-, <b>πρβλ.</b> [[ἐλεύσομαι]], μέλλ. του [[ἐλεύθω]] «[[έρχομαι]]»)].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιέλευσις Medium diacritics: περιέλευσις Low diacritics: περιέλευσις Capitals: ΠΕΡΙΕΛΕΥΣΙΣ
Transliteration A: periéleusis Transliteration B: perieleusis Transliteration C: perielefsis Beta Code: perie/leusis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A coming or going round, dub. in Plu.2.916d(pl.), cf. περιέλασις : gloss on περίοδος, Phot., Suid.

German (Pape)

[Seite 574] ἡ, das Herumkommen, Plut. quaest. nat. 19.

Greek (Liddell-Scott)

περιέλευσις: -εως, ἡ, τὸ περιέρχεσθαι, Πλούτ. 2. 916D, Εὐστ. Πονημάτ. 203. 76, Φώτ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξ. περίοδος.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d’aller autour.
Étymologie: περιελεύσομαι, f. de περιέρχομαι.

Greek Monolingual

-εύσεως, ἡ, Α
1. το να περιέρχεται κανείς σε ένα μέρος, να μετακινείται από σημείο σε σημείο
2. η περίοδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἔλευσις (< θ. ἐλεύθ-, πρβλ. ἐλεύσομαι, μέλλ. του ἐλεύθω «έρχομαι»)].