περιτείχισμα: Difference between revisions

From LSJ

Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor

Menander, Monostichoi, 332
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />enceinte de fortifications.<br />'''Étymologie:''' [[περιτειχίζω]].
|btext=ατος (τό) :<br />enceinte de fortifications.<br />'''Étymologie:''' [[περιτειχίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ [[περιτειχίζω]]<br /><b>1.</b> [[τείχος]] που περιβάλλει έναν [[τόπο]], [[οχύρωμα]]<br /><b>2.</b> [[χώρος]] που έχει αποκλειστεί από [[τείχος]], περιτειχισμένος [[χώρος]].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιτείχισμα Medium diacritics: περιτείχισμα Low diacritics: περιτείχισμα Capitals: ΠΕΡΙΤΕΙΧΙΣΜΑ
Transliteration A: periteíchisma Transliteration B: periteichisma Transliteration C: periteichisma Beta Code: peritei/xisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A wall of circumvallation, blockading wall, Th.3.25,5.2, X.HG1.3.5.    2 surrounding wall of a precinct, SIG818.5 (Ephesus, i A. D.).

German (Pape)

[Seite 596] τό, der mit einer Mauer umgebene, befestigte Ort, die Verschanzung; Thuc. 3, 25. 5, 2; Xen. Hell. 1, 3, 5; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

περιτείχισμα: τό, τεῖχος πρὸς περιτείχισιν, πρὸς ἀποκλεισμόν, Θουκ. 3. 25., 5. 2, Ξεν. Ἑλλ. 1. 3. 5.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
enceinte de fortifications.
Étymologie: περιτειχίζω.

Greek Monolingual

το, ΝΑ περιτειχίζω
1. τείχος που περιβάλλει έναν τόπο, οχύρωμα
2. χώρος που έχει αποκλειστεί από τείχος, περιτειχισμένος χώρος.