πιλνάω: Difference between revisions
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
(Bailly1_4) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />approcher de, jeter contre, [[τί]] τινι.<br />'''Étymologie:''' R. Πελ, être proche. | |btext=-ῶ :<br />approcher de, jeter contre, [[τί]] τινι.<br />'''Étymologie:''' R. Πελ, être proche. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πιλνάω:''' = [[πελάζω]], [[φέρνω]] κοντά, σε Ησίοδ.· [[πίλναμαι]] ([[αλλά]] [[χωρίς]] Ενεργ. τύπο <i>πίλνημι</i>)· [[τραβώ]] κοντά σε, [[προσεγγίζω]], με δοτ., <i>ἅρματα χθονὶ πίλνατο</i>, τα άρματα άγγιξαν το [[έδαφος]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐπ'οὔδεϊ πίλναται</i>, στο ίδ.· [[γαῖα]] καὶ οὐρανὸς πίλνατο, η γη και ο [[ουρανός]] κινδυνεύουν να ενωθούν (στη [[διάρκεια]] καταιγίδας), σε Ησίοδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:04, 31 December 2018
English (LSJ)
A = πελάζω, bring near, once in Hes., Βορέας . . δρῦς . . πιλνᾷ χθονί brings them to earth, Op.510 ; also intr., δόμοισι πιλνᾷς thou drawest nigh to the house, h.Cer.115 (nisi leg. πίλνασαι) :—elsewh. Pass. πίλνᾰμαι (with no act. form πίλνημι), draw near to, approach, c. dat., ἅρματα χθονὶ πίλνατο the chariots went close to the ground, Il. 23.368 ; ἐπ' οὔδει πίλναται 19.93, cf. A.R.4.952, Simm.7 : abs. with two subjects, Γαῖα καὶ Οὐρανὸς πίλνατο earth and sky threatened to encounter (in the storm), Hes.Th.703 :—πίτναντο must be read for πίλναντο with Aristarch. and some codd. in Il.22.402 ; conversely πίλναντο for πίτναντο in Euph.63.2.
Greek (Liddell-Scott)
πιλνάω: πελάζω, φέρω πλησίον· ἀλλὰ μόνον ἅπαξ εὕρηται, Βορέας... δρῦς... πιλνᾷ χθονὶ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 508. ― Ἀλλαχοῦ ἐν τῷ Παθ. πίλναμαι (ἀλλ’ ἄνευ ἐνεργ. τύπου πίλνημι), προσεγγίζω, μετὰ δοτικ., ἅρματα χθονὶ πίλνατο, τὰ ἅρματα ἤγγιζον τὸ ἔδαφος, Ἰλ. Ψ. 368· οὐ γὰρ ἐπ’ οὔδεϊ πίλναται, «οὐ γὰρ προσπελάζει τῇ γῇ» (Σχόλ.), Ἰλ. Τ. 93· πρβλ. προσπίλναμαι· δόμοισι πίλνασαι (τὰ Ἀντίγραφα -νᾷς), πλησιάζεις πρὸς τὴν οἰκίαν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 115· καὶ ἀπολ. μετὰ δύο ὑποκειμένων, γαῖα καὶ οὐρανὸς πίλνατο, γῆ καὶ οὐρανὸς ἠπείλουν σύρραξιν (ἐν τῇ θυέλλῃ), Ἡσ. Θεογ. 703. ― Ἐν Ἰλ. Χ. 402, ἀντὶ τοῦ χαῖται πίλναντο, ὅπερ οὐδεμίαν ἔννοιαν εὐπρόσδεκτον ἔχει, ἤδη κοινῶς ἐγένετο δεκτὴ ἡ διάφορ. γραφὴ πίτναντο.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
approcher de, jeter contre, τί τινι.
Étymologie: R. Πελ, être proche.
Greek Monotonic
πιλνάω: = πελάζω, φέρνω κοντά, σε Ησίοδ.· πίλναμαι (αλλά χωρίς Ενεργ. τύπο πίλνημι)· τραβώ κοντά σε, προσεγγίζω, με δοτ., ἅρματα χθονὶ πίλνατο, τα άρματα άγγιξαν το έδαφος, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπ'οὔδεϊ πίλναται, στο ίδ.· γαῖα καὶ οὐρανὸς πίλνατο, η γη και ο ουρανός κινδυνεύουν να ενωθούν (στη διάρκεια καταιγίδας), σε Ησίοδ.